Κυριακή 6 Μαΐου 2012

Εισήγηση Βασίλη Τακτικού για Ανοιχτό Λαϊκό Πανεπιστήμιο (Α.Λ.Π.)
http://alp.edu.gr/


ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ
ΚΑΙ (ΚΑΛΕΣ ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ)




Γνωρίσματα


Η Κοινωνική Οικονομία, ενώ αφορά σήμερα ένα σημαντικό κομμάτι της κοινωνίας που δοκιμάζεται από τη φτώχεια και την ανεργίακαι τον κοινωνικό αποκλεισμό δεν έχει μπει σε σχέση με τις εκλογές, στην ¨ατζέντα των πολιτικών κομμάτων.
Κι αυτό μολονότι η κοινωνική Οικονομία συνάδει με το αίτημα για Κοινωνική Δικαιοσύνη και υπευθυνότητα των πολιτών και των επιχειρήσεων στην αντιμετώπιση προβλημάτων κοινωνικής πρόνοιας.
Ας δούμε τα βασικά γνωρίσματα τι προσφέρει η κοινωνική Οικονομία .
Εξοικονόμηση Επενδυτικού κεφαλαίου σε συνδυασμό με το κοινωνικού κεφάλαιο του συνεργατισμού, του εθελοντισμού της δικτύωσης και της αλληλεγγύης που προσφέρεται για την εκκίνηση και την λειτουργία των κοινωνικών επιχειρήσεων που σε διαφορετική περίπτωση δεν θα μπορούσε να εξασφαλιστεί..
Μείωση του Κόστους συναλλαγών υπέρ της κοινωνίας και του καταναλωτή.
Στοχευόμενη επιχειρηματική δραστηριότητα μόνο στο επίπεδο της πραγματικής οικονομίας καθώς κινητήρια δύναμη της κοινωνικής οικονομίας είναι οι οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών.
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΚΑΙ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ
http://billakostakt.blogspot.com/2012/04/blog-post_6256.html


Η Κοινωνική Οικονομία ως πραγματιστικό φαινόμενο

Η Κοινωνική Οικονομία δεν είναι παροδικό φαινόμενο, η υπόστασή της τεκμηριώνεται σε στατιστικά στοιχεία και δείκτες, σε όλη την Ευρώπη με ανοδικές τάσεις.
Δεν είναι μόνο τα Κοινωνικά Παντοπωλεία, Ιατρεία, Φαρμακεία κ.τ.λ. αλλά επιχειρήσεις και ιδρύματα σε όλο το φάσμα της πραγματικής οικονομίας.
Πρόκειται για ένα ολόκληρο σύστημα με κανόνες νόμους και στοχεύσεις κυρίως από την Ε.Ε.
Το μέγεθος ασφαλώς διαφέρει από χώρα σε χώρα και συναρτάται με το επίπεδο θεσμών και κοινωνικής οργάνωσης της οικονομίας και της επιχειρηματικότητας.
Η οικονομική κρίση δεν είναι ανεξάρτητη από το θεσμικό έλλειμμα της Κοινωνικής Οικονομίας στη Νότια Ευρώπη και στη χώρα μας
«Κοινωνική Οικονομία» το κρυφό έλλειμμα της Χώρας.
http://billakostakt.blogspot.com/2012/04/blog-post_18.html


Η Κοινωνική Οικονομία ως ολοκληρωμένο Σύστημα

Έχει πολιτικές – επιστημονικές και ιδεολογικές διαστάσεις και προεκτάσεις.
Πολιτικές γιατί φέρνει καινούργιες σχέσεις στην οικονομία με επίκεντρο την κοινωφελή και δε συνάδει με το συγκεντρωτισμό και τον ολοκληρωτισμό του κράτους.
.Αλλά με την συνεργατικότητα τη συμμετοχικότητα και την Κοινωνική Εταιρική Ευθύνη συγκροτούν σε κάθε περίπτωση το λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιο ως πρωταρχική συσσώρευση εκκίνησης επιχειρηματικών δράσεων .
Δημιουργεί έτσι δυνατότητες άρσης Κοινωνικού και Οικονομικού αποκλεισμού που είναι ένα βασικό πολιτικό ζητούμενο.
Αφορά τη βάση της Κοινωνίας και με αυτό τον τρόπο, την κινητοποιεί και την ενεργοποιεί.
Η Κοινωνική Οικονομία έχει Επιστημονικές διαστάσεις γιατί συναντιέται με την επιστήμη κατά της φτώχειας και δημιουργεί κοινωνικές αξίες, αγαθά εκεί που υπάρχει σοβαρό έλλειμμα και υπηρεσίες εκεί που το κράτος αδυνατεί να καλύψει πλήρως.
Η Κοινωνική Οικονομία έχει Ιδεολογικές διαστάσεις γιατί είναι στον αντίποδα της οικονομικής «επιστήμης» της Κερδοσκοπίας η οποία διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό και δημιουργεί κοινωνικές εκρηκτικές καταστάσεις.


Γενικότερα το νόημα της Κοινωνικής Οικονομίας


Η Κοινωνική Οικονομία βρίσκεται ανάμεσα στις δύο καθολικότητες του Κράτους και της Αγοράς που αδυνατούν να καλύψουν πλέον όλες τις ανάγκες για απασχόληση.
Στον αντίποδα, με την έννοια που αυτές ενοποιούν την κοινωνία και καθορίζουν την καθημερινή ζωή!!! το νόημά της σχετίζεται με την νέα αναδυόμενη πραγματικότητα της κοινωνίας πολιτών, τα κοινωνικά δίκτυα αλληλεγγύης και τον κοινωνικό ακτιβισμό κατά της φτώχειας που δημιουργεί κοινωνικές επιχειρήσεις.


Ιστορική διαδρομή

Την Κοινωνική Οικονομία τη συναντάμε ιστορικά σε όλες τις εποχές.
Σε όλες τις Κοινωνίες, στις μικρές κοινότητες χωρίς να αναφέρεται ως τέτοια, άλλοτε σαν άτυπο σύστημα μη χρηματικών ανταλλαγών άλλοτε κοινοκτημοσύνης ενώ περιορίζεται εκεί που υπάρχει ηγεμονία του συγκεντρωτικού κράτους και του χρήματος.
Στη νεοτερικότητα, που χαρακτηρίζεται από το εθνικό κράτος, την εκβιομηχάνιση και το πολιτικό σύστημα της αντιπροσώπευσης ( Κοινοβουλευτική Δημοκρατία), η σημασία της περιορίζεται δραστικά και με την μεταφορά του πληθυσμού στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ενώ, στις μεγάλες αφηγήσεις του διαφωτισμού εκθειάζεται η σημασία της κοινωνίας των πολιτών, θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις κοινωνικές επαναστάσεις. Στη συνέχεια το έθνος κράτος περιορίζει τον ρόλο της κοινωνίας των πολιτών και συνακόλουθα της αυθόρμητης Κοινωνικής Οικονομίας στο περιθώριο.
ΚΡΑΤΟΣ – ΑΓΟΡΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ
http://billakostakt.blogspot.com/2012/04/blog-post_7742.html

Για παράδειγμα…
Στην μεγάλη ιδεολογική και πολιτική αφήγηση του Μαρξ ενώ αναφέρεται η Κοινωνία Πολιτών και στην κοινωνικοποίηση της οικονομίας ως πρωταγωνιστής καταλήγει από τους επιγόνους στην κρατικοποίηση, το συγκεντρωτισμό και τη γραφειοκρατία προς πλήρη εξουδετέρωση.
Με εξαίρεση ίσως τον Γκράμσι που αναφέρεται σε μια άλλη θέαση, ο Μαρξισμός ,κάτι που επισημαίνει εύστοχα ο Κορνήλιος Καστοριάδης, καταλήγει ότι ο κρατισμός και η γραφειοκρατία. Κατά αυτό τον τρόπο είναι ο βασικός εχθρός της Κοινωνικής Οικονομίας σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα, όπως επίσης και ο φονταμενταλισμός της αγοράς του χρηματιστηριακού κέρδους διαλύει τους παραδοσιακούς θεσμούς αλληλεγγύης και «φούσκες» χωρίς αντιστοιχία στην πραγματική οικονομία .

Αλληλεπίδραση

Όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε μέσα από μια γρήγορη ιστορική αναδρομή η «επιστημονικοποίηση» της ιδεολογίας του Κοινωνισμού με εργαλείο το κράτος έφερε τα αντίθετα από τα υποσχόμενα αποτελέσματα, τον ολοκληρωτισμό, την γραφειοκρατία, το συντεχνιακό πελατειακό κράτος, την αλλοτρίωση της κοινωνίας πολιτών από τη κομματοκρατία.
Εάν όμως αντιλαμβανόμαστε την οικονομία ως υλική βάση όπως μάθαμε από τον Μαρξ, η Ιδεολογία- το εποικοδόμημα δεν είναι τίποτε άλλο από αντανάκλαση και «Εικονική πραγματικότητα» του εγκεφάλου. Όχι όμως πάντοτε σε πιστή αναπαράσταση αλλά πολλές φορές σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα από την διαμεσολάβηση της επιστήμης της επικοινωνίας που μπορεί να είναι βέβαια όχι πάντοτε μια πιστή αναπαράσταση αλλά και ¨κατασκευή¨ . Όπως και να είναι βέβαια, η οικονομική πραγματικότητα και η αντανάκλαση της στην ιδεολογία είναι πάντοτε σε διαρκή αλληλεπίδραση.
Η ιδεολογία μπορεί να ωθήσει μπροστά η να φέρει πίσω τα πράγματα. Η φαντασία και το συλλογικό φαντασιακό επιδρά καθοριστικά στην Κοινωνική πραγματικότητα όπως για την ανακάλυψη της Αμερικής κάποιος έπρεπε να φανταστεί και να πιστέψει ότι η Γη είναι στρογγυλή. Για αυτό έχει μεγάλη σημασία εάν πιστεύουμε, πραγματικότητες η μύθους. Ακόμη εάν πιστεύουμε σε δημιουργικούς μύθους όπως οι αρχαίοι Έλληνες, η φθοροποιούς καταναλωτικούς μύθους


Τα ρήγματα

Σε περιόδους κρίσης όπως σήμερα έχουμε σε αυτή τη σχέση μεταξύ φαντασιακού και πραγματικότητας και πραγματικότητας «σεισμικές αναταράξεις».
Έχουμε ρήγματα όχι μόνον στο επίπεδο της υλικής βάσης της οικονομίας αλλά και συλλογικό φαντασιακό της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Οι ίδιοι άνθρωποι που έπαιξαν και έχασαν σαν μανιακοί στο χρηματιστήριο είναι αναγκασμένοι τώρα να αναθεωρήσουν απόψεις και ενδεχομένως και κοσμοθεωρία.
Μετά μια περίοδο μεγάλης «φούσκας»στην οικονομία διαπιστώνουμε ότι το χρήμα δεν μπορεί να γεννά απεριόριστα «χρήμα» χωρίς αρνητικές συνέπειες χωρίς διόγκωση των ανισοτήτων και της φτώχειας.
Εδώ αναδεικνύεται η μεγάλη σημασία της κοινωνικής οικονομίας
Ως ένα αντίδοτο στην οικονομική κρίση ..μια εναλλακτική επιλογή στην επιχειρηματικότητα και την απασχόληση.

Ο ιδεολογικός αντίπαλος της κοινωνικής οικονομίας, που είναι ο κρατισμός κλονίζεται.


Η διακρατική οντότητα της Ε.Ε αναγνωρίζει την σημασία της κοινωνικής οικονομίας.
Πηγαίνοντας σε πιο πρακτικά θέματα αυτό που μπορούμε να αναγνωρίσουμε είναι ότι είναι η έμπρακτη πλέον η αναγνώριση της κοινωνικής οικονομίας από τις πολιτικές της Ε.Ε..
Τα κοινοτικά προγράμματα για τις κοινωνικές επιχειρήσεις και την απασχόληση μέσω αυτών των επιχειρήσεων είναι μια εφαρμοσμένη πολιτική .
Έχουμε κοινοτικές οδηγίες και πολιτικές από τη μια μεριά για την κοινωνική οικονομία και τα μεγάλα Lobys από την άλλη που απορροφούν αυτούς τους πόρους.
Το πρόβλημα είναι η διάχυση προς τα κάτω για όλες τις συλλογικότητες που δραστηριοποιούνται με τον εθελοντισμό και την κοινωνική οικονομία.
Έτσι η κοινωνία πολιτών αναγκάζεται να οργανωθεί και να αυτοοργανωθεί.

Σχεδόν σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες υπάρχει δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια οργάνωση των μη κερδοσκοπικών οργανώσεων και των κοινωνικών επιχειρήσεων.
Στην Ελλάδα μέχρι πρόσφατα υπήρχαν μόνο τοπικά και θεματικά δίκτυα.

Το Πανελλήνιο Παρατηρητήριο Κ.Τ.Π. που συστάθηκε πριν ένα χρόνο, προσπαθεί να καλύψει αυτό το κενό και να υποστηρίξει συμβουλευτικά τα περιφερειακά Παρατηρητήρια για συντονισμένες δράσεις στις Κοινωνικές επιχειρήσεις.διακήρυξηαρχών
http://www.oikosocial.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=438%3A2011-04-17-07-19-10&catid=63%3A2011-04-14-15-27-01&Itemid=117


Στο πλαίσιο αυτό έχει οργανώσει ένα πανελλήνιο δίκτυο Social Media που συμμετέχουν πάνω από 1000 πρωτοβάθμιες οργανώσεις μέλη και πάνω από 50.000 φίλους και υποστηρικτές.
Το δίκτυο αυτό με 70 περίπου ηλεκτρονικές διευθύνσεις στο διαδίκτυο, ενημερώνει και διαχέει καθημερινά πληροφορίες για τις Συμπράξεις Κοινωνικών Επιχειρήσεων και τους Κοινωνικούς Συνεταιρισμούς στο πλαίσιο του νόμου 4919 για την κοινωνική οικονομία.
Στο δικτυότοπο αυτό είναι συγκεντρωμένες όλες οι ηλεκτρονικές διευθύνσεις των social media του Πανελληνίου Παρατηρητηρίου Κοινωνίας Πολιτών, καθώς και συνεργαζόμενα blogs. http://kaleseidhseis.blogspot.com/search?updated-min=2012-01-01T00%3A00%3A00-08%3A00&updated-max=2013-01-01T00%3A00%3A00-08%3A00&max-results=1

Το Παρατηρητήριο συντονίζει επίσης 7 κοινωνικές Αναπτυξιακές Συμπράξεις στις Περιφέρειες Αττικής, Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας, Θεσσαλίας και Μακεδονίας.
Διαθέτει ένα δίκτυο 30 συμβούλων για Mentoring σε όλη την Ελλάδα, δημιουργώντας τις βάσεις για την υποστήριξη όλου του πεδίου μέσω μιας βάσης δεδομένων αλλά και τις προϋποθέσεις για γνήσια διαβούλευση με τις κυβερνητικές αρχές.
Για την ίδρυση αναπτυξιακών κοινωνικών συμπράξεων
http://www.oikosocial.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=624%3A2011-11-06-06-51-48&catid=68%3A2011-06-05-13-43-10

Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

ΚΡΑΤΟΣ – ΑΓΟΡΑ – ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ
Τρεις καθολικότητες, σύμφωνα με τους μεγάλους στοχαστές του διαφωτισμού και της νεωτερικότητας, ορίζονται ως ρυθμιστικοί παράγοντες στην κοινωνική πραγματικότητα:  το κράτος, η αγορά και η κοινωνία των πολιτών. Όλοι οι κλασικοί της πολιτικής θεωρίας και σκέψης, όπως οι Τζον Λοκ, Άνταμ Σμιθ, Ρουσσώ, Χέγκελ, Μαρξ, Τοκβίλ, Γκράμσι κ.ά., καταπιάνονται ακριβώς με τις σχέσεις και αλληλουχίες που αναφέρονται σε αυτές τις καθολικότητες.


Όπως γράφει ο J. Rifkin, ο Λοκ, ο Ντεκάρτ, ο Σμιθ και άλλοι πρώιμοι φιλόσοφοι της νεωτερικότητας, με μια μεγάλη επίθεση, ανέτρεψαν την κοσμοθεώρηση της Εκκλησίας ,που βασιζόταν στην πίστη. Παρόλο που ορισμένοι στις γραμμές τους ομολογούσαν την πίστη τους σε μια ανώτερη θεία δύναμη, συχνά τάσσονταν υπέρ του ορθού λόγου αντί της πίστης και επένδυσαν πολλά τόσο στην υλική πρόοδο και στο όραμα της γήινης υπεραφθονίας όσο και στην αιώνια σωτηρία. Οι φιλόσοφοι της νεωτερικότητας έφτασαν να πιστεύουν ότι η αγορά είναι η αστείρευτη πηγή του ανθρώπινου πνεύματος και ότι η κουλτούρα επωφελούνταν δευτερευόντως. Έθεσαν την εργασία πριν από το παιχνίδι και υποκατέστησαν τις εγγενείς αξίες με τον ωφελισμό.
Οι υλιστές βλέπουν την αγορά ως τον κρίσιμο κοινωνικό θεσμό και τον πρωταρχικό ρυθμιστή των ανθρώπινων σχέσεων. Το πρόβλημα είναι πως η ανάλυσή τους έρχεται σε σύγκρουση με την ιστορία της ανθρώπινης ανάπτυξης.
Οι θεωρητικές αναφορές στην κοινωνία των πολιτών σε ελάχιστες περιπτώσεις διαχωρίζονται από την επίδραση του κράτους και της αγοράς, προφανώς γιατί οι θεσμοί της είναι ανίσχυροι, σε σχέση με τις δύο άλλες καθολικότητες.

Σε όλη αυτή την περίοδο, αντιθέτως, η κοινωνία των πολιτών είχε δυναμική παρουσία μόνο κατά τη διάρκεια των επαναστατικών περιόδων, υποτασσόμενη πάντοτε, δια μέσου των κομμάτων, στην εξουσία του κράτους και την ηγεμονία της αγοράς. Έτσι εμφανίζεται ως ένας χώρος που περισσότερο χρησιμοποιείται από τις κομματικές ηγεσίες και δεν υπαγορεύει πολιτική.

Η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας και της παραγωγής δεν επέτρεπε την αυτόνομη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών, πέρα από το συνδικαλισμό και τη συντεχνιακή αντίληψη, που κι αυτές οι εκφάνσεις της υποτάσσονται στον κομματισμό. Ως εκ τούτου, ο ρόλος της δεν μπόρεσε να είναι ανεξάρτητος και πρωταγωνιστικός.

Σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης, ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών περιοριζόταν στη δημιουργία συναίνεσης και ενσωμάτωσης στο πλαίσιο του έθνους-κράτους και, πολλές φορές, ως έκφραση οργανωμένων μειοψηφιών διαφόρων κοινωνικών ομάδων και lobbies. Σήμερα, έχοντας υπ’ όψιν το ρόλο της μιντιοκρατίας στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και κατασκευής συναίνεσης, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι παραδοσιακά οι καθοδηγητές γνώμης προέρχονται, κυρίως, από τους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών.

Ο κατακερματισμός των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών σε ομάδες θεματικού ενδιαφέροντος και συντεχνιακών συμφερόντων, ασφαλώς δεν επέτρεπε στις οργανώσεις αυτές να θέτουν ανεξάρτητα ζητήματα συλλογικής κοινωνικής έκφρασης, πέραν των κομμάτων και του κράτους,

Ο κατακερματισμός των οργανωμένων μειοψηφιών εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί ακόμη την ηγεμονία του κράτους και της αγοράς και τις αντίστοιχες καθολικότητες.


Σήμερα μετά τις εκρηκτικές διαστάσεις που λαμβάνει η παγκόσμια οικονομική κρίση, εκείνο που διαπιστώνουμε με ανάγλυφο τρόπο, είναι ότι η ιστορία δε μένει αμετακίνητη ούτε στις ανάγκες ούτε στις ιδέες ούτε στα πολιτικά προτάγματα, όπως αυτά είχαν ορισθεί στο παρελθόν, αλλά μας αναγκάζει σε ένα γενικότερο επαναπροσδιορισμό.
Αυτό που παρουσιάστηκε πριν δύο δεκαετίες ως «το τέλος της ιστορίας», αντίθετα με τις νεοφιλελεύθερες προφητείες, δεν ήρθε. Οι ακραίες ολιγαρχικές αντιλήψεις και μαζί τους ο άκρατος κρατισμός, καταρρέουν. Ο κόσμος από διπολικός, κράτος - αγοράς, γίνεται τώρα τριπολικός κράτος – αγοράς – κοινωνία πολιτών. Είναι πρόδηλο ότι ο πολιτισμός και κυρίως οι νέες τεχνολογίες που έχουν να κάνουν με τη διάδοση της πληροφορίας, διαφοροποιούν διαρκώς τα δεδομένα με αποτέλεσμα οι επικρατούσες ιδεολογίες να σπρώχνουν τις κοινωνίες είτε προς την αυτοκαταστροφή διαφόρων συστημάτων που δεν είναι πλέον λειτουργικά, είτε προς την αμφισβήτηση και  δημιουργία νέων θεσμών.

Ας δούμε τους ορισμούς της κάθε ιστορικής καθολικότητας (ενότητας) ξεχωριστά

Το Κράτος, ως καθολικότητα κι ως θεσμός, νοείται μια κεντρική ρυθμιστική  εξουσία η οποία προκύπτει ως συνισταμένη  εξουσιών και κανόνων, μέσα στα πλαίσια μιας συγκεκριμένης κοινωνίας η οποία ορίζεται εθνικά και κυρίως τοπικά και απορρέει από τα άτομα αλλά και τις κοινωνικές συλλογικότητες.

Όμως κάθε θεσμός έχει την τάση να αναπτύσσει κοινωνική στρέβλωση. Και στην περίπτωση του κράτους, η στρεβλή ανάπτυξή του είναι ο κρατισμός*. Ο κρατισμός, σαν στόχος, είναι η ιδιοποίηση του δημόσιου χώρου μέσω της γραφειοκρατίας, του κομματισμού και της διαπλοκής,  η μετατροπή του σε μονοπώλιο και η χρήση του για ιδιοτελείς σκοπούς. Ο κρατισμός, σαν νοοτροπία, είναι η παθητική στάση των πολιτών που αναζητώντας προστασία και «βόλεμα» στην αγκαλιά του κράτους, δίνουν τα πάντα για μια θέση στον ήλιο του δημοσίου, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα ενοχική νοοτροπία απέναντί στο κράτος – προστάτη.  Έτσι παραιτούνται επί της ουσίας  από κάθε ουσιαστική απαίτηση και δικαίωμα και προδίδουν ακόμη και τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο με αντάλλαγμα την λύτρωση από τους φόβους και την αβεβαιότητα. Δεν είναι λοιπόν απορίας άξιον το γεγονός, ότι τις περισσότερες φορές οι ηγέτες των συνδικαλιστικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα, εναγκαλίζονται σφιχτά με το κράτος και περνούν στην αντίπερα όχθη αναλαμβάνοντας ακριβοπληρωμένες διοικητικές θέσεις ή ακόμα και έδρανα βουλευτών, εξυπηρετώντας τελικά τα συμφέροντα του κράτους και επί της ουσίας, προδίδοντας με τον τρόπο αυτό τους παλιούς τους συναδέλφους. 

Ο κρατισμός ως νοοτροπία, εκφράζει τη σιγουριά χωρίς ρίσκο, την προαγωγή χωρίς ιδρώτα, την επικράτηση του «κονέ» σε βάρος της αξίας. Με μια κουβέντα, εκφράζει ένα μέρος του παρασιτισμού. Στηρίζεται στη φοβία, περιορίζει την αυτονομία του ατόμου, ρημάζει την εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς, υποσκάπτει τους κανόνες και τις αξίες, υποθηκεύει την αξιοκρατία, δε στηρίζει την κοινωνική αναδιανομή εισοδημάτων και την ισότητα δικαιωμάτων και δυνατοτήτων. Το κυριότερο όμως αποτέλεσμα της κοινωνικά εγκληματικής του δράσης είναι ότι οργανώνει την φαυλότητα και αποστερεί από το έθνος την αυτοπεποίθησή του. Συγκροτεί πολιτισμικά μια αντικοινωνική νοοτροπία, μια νοοτροπία περί μη τηρήσεως κανόνων που υποθάλπει τη διαφθορά. Συντηρεί κανόνες δύο ταχυτήτων και πλήττει καίρια την ισονομία και την ισοπολιτεία.


Η καθολικότητα της αγοράς* ως ρυθμιστής των κοινωνικών εξελιξεων  ή καλύτερα ως «οικονομία της αγοράς» νοείται  ένα αυτορυθμιζόμενο σύστημα, που θεμελιώθηκε μόλις πριν από δύο αιώνες, στο οποίο τα βασικά οικονομικά προβλήματα (τι, πώς, και για ποιον παράγεται) επιλύονται «αυτόματα», μέσω του μηχανισμού των τιμών και όχι μέσω συνειδητών κοινωνικών αποφάσεων όπως υποστήριζαν παλαιότερα οικονομικά μοντέλα και θεωρίες. Αποτέλεσμα αυτής της νέας αυτορρυθμιζόμενης αγοράς ήταν να δημιουργηθεί σταδιακά ένα παγκοσμιοποιημένο δίκτυο στο οποίο εντάχθηκαν οι περισσότερες από τις επιμέρους αγορές, αυτορρυθμιζόμενες κι αυτές. Η παντοδυναμία αυτού του νέου δικτύου που ώθησε την καθολικότητα της αγοράς σε μια εξαιρετικά ενισχυμένη θέση ως προς τις άλλες δυο καθολικότητες έγκειται στο γεγονός ότι κατάφερε να επιβάλει τους αυτοματισμούς της ακόμα και στα ίδια τα μέσα παραγωγής, δηλαδή την εργασία, τη γη και το χρήμα,  με τελικό αποτέλεσμα σήμερα να είναι η οικονομία αυτή που ελέγχει την κοινωνία και όχι η κοινωνία αυτή που ελέγχει την οικονομία. Ο ρόλος του κράτους σήμερα περιορίζεται στη διασφάλιση της αναπαραγωγής της οικονομίας της αγοράς, μέσω των μονοπωλίων, και στη δημιουργία ενός σταθερού πλαισίου για την αποτελεσματική λειτουργία των αγορών.
Οι δογματικοί υποστηρικτές της αγοράς υποστηρίζουν ότι είναι ο απόλυτος ρυθμιστής της ευημερίας στην κοινωνία.

Ωστόσο δεν υπάρχει ούτε ένα γνωστό παράδειγμα που να τεκμηριώνει ότι οι άνθρωποι ομαδοποιήθηκαν για πρώτη φορά για να ιδρύσουν αγορές και να εμπορευθούν και στη συνέχεια απέκτησαν πολιτισμική ταυτότητα μας λέει ο J. Rifkin. Ούτε υπάρχουν παραδείγματα πρωταρχικής ανθρώπινης ομαδοποίησης με σκοπό τη δημιουργία κυβέρνησης και στη συνέχεια κουλτούρας. Πρώτα απ’ όλα οι άνθρωποι δημιούργησαν τη γλώσσα για να επικοινωνούν μεταξύ τους. Μετά έφτιαξαν ένα μύθο για την προέλευσή τους. Καθιέρωσαν τελετουργίες για τις καταβολές τους και οραματίστηκαν το συλλογικό τους πεπρωμένο. Δημιούργησαν κώδικες συμπεριφοράς και δεσμούς εμπιστοσύνης –αυτό που σήμερα αποκαλούμε «κοινωνικό κεφάλαιο»-και ανέπτυξαν κοινωνική συνοχή  .j.R

Η διαδικασία της αγοραιοποίησης είναι μια διαδικασία η οποία, μέσω της σταδιακής άρσης των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, τείνει να μετατρέψει όλα τα αγαθά και τις υπηρεσίες σ’ εμπορεύματα και τους πολίτες σ’ απλούς καταναλωτές. Μολονότι η αγορά σήμερα διαπερνά κάθε πλευρά της ζωής, την οικογενειακή ζωή, την κουλτούρα, την εκπαίδευση, τη θρησκεία κλπ το φαινόμενο αυτό είναι πολύ πρόσφατο κι αναδύθηκε μόλις στους δυο τελευταίους αιώνες. Έτσι, όπως σημειώνει ο Karl Polanyi στο κλασικό βιβλίο του The Great Transformation, πριν από την εποχή μας δεν υπήρξε καμιά οικονομία που να ελέγχεται από τις αγορές. Αν και ο θεσμός της αγοράς αποτελούσε αρκετά κοινό φαινόμενο από την ύστερη Λίθινη Εποχή, ο ρόλος της δεν είχε παρά δευτερεύουσα σημασία για την οικονομική ζωή. Κι ενώ η ιστορία κι η εθνογραφία γνωρίζουν διάφορα είδη οικονομιών, τα περισσότερα από τα οποία περιελάμβαναν τον θεσμό της αγοράς, δεν γνωρίζουν καμιά οικονομία πριν από τη δική μας που να ελέγχεται και να ρυθμίζεται, από τις αγορές και μάλιστα με τόσο απόλυτο τρόπο.

Όμως ούτε ο ρόλος του κράτους έχει εκλείψει ιστορικά, ούτε και η "αγορά" καταργείται με ένα διάταγμα. Οι δυο τομείς θα συνεχίσουν να υπάρχουν σε μια διαλεκτική σχέση.


Είναι ενδεικτικό ότι φιλελεύθεροι στοχαστές, όπως ο Φουκογιάμα και ο Σόρος, μετά την πρόσφατη κρίση, παίρνουν αποστάσεις από το σύστημα του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και μιλούν για μια απαραίτητη ισορροπία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος. Εκ των πραγμάτων, αμφισβητείται τόσο η ηγεμονία της αγοράς όσο και ο κρατικός καπιταλισμός και αναζητείται μια νέα μικτή οικονομία. Μάλιστα, η αμφισβήτηση αυτή είναι πλέον έμπρακτη και όχι θεωρητική και εστιάζεται στη μοριακή σύσταση του συστήματος, με αποτέλεσμα να  αναζητούνται νέες αρχές βιωσιμότητας. Ας μην ξεχνάμε, ότι μέσα από την κρίση, η αγορά είναι εκείνη που καλεί το κράτος σε βοήθεια και μάλιστα, μέσα από τους καθεδρικούς ναούς του συστήματος, που είναι οι τράπεζες.

Ο φιλελευθερισμός για πολλούς πλέον δεν ταυτίζεται με τον καπιταλισμό. Σε ό,τι αφορά τους οικονομιστές φιλελεύθερους, δυστυχώς ή ευτυχώς, οι τράπεζες δεν υπακούν στους ιδεολόγους του νεοφιλελευθερισμού και ζητούν τη βοήθεια του κράτους για να ξεπεράσουν την κρίση. Με αυτόν τον τρόπο, έχει χαλάσει η συνταγή της πίστης στο συλλογικό φαντασιακό, του καταναλωτισμού και της απεριόριστης οικονομικής μεγέθυνσης και ταυτόχρονα, η μηχανική της οικονομικής επιστήμης έρχεται σε αντίφαση με την ιδεοληψία των οικονομιστών που πιστεύουν στη «θρησκεία της ανταγωνιστικότητας». Το σύστημα βρίσκεται σε κρίση, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο, αφενός διότι η μηχανική του μονεταρισμού δε δουλεύει και αφετέρου διότι η κρίση κλιμακώνεται, με αποτέλεσμα να  κλονίζεται η πίστη της κοινωνίας στο σύστημα και επομένως να αναζητούνται άλλες διέξοδοι.

Αυτή η νέα πραγματικότητα έρχεται σε αντίθεση με τις γνωστές παραδοχές της ωφελιμιστικής αντίληψης, με βάση την απεριόριστη οικονομική μεγέθυνση. Οι υλιστές βλέπουν την αγορά ως τον κρίσιμο κοινωνικό θεσμό και τον πρωταρχικό ρυθμιστή των ανθρώπινων σχέσεων. Το πρόβλημα είναι πως η ανάλυσή τους έρχεται σε σύγκρουση με την ιστορία της ανθρώπινης ανάπτυξης.
.  Όλα τα γνωστά σε μας οικονομικά συστήματα μέχρι το τέλος του φεουδαλισμού στη Δυτική Ευρώπη ήταν οργανωμένα με βάση τις αρχές είτε της αμοιβαιότητας, είτε της αναδιανομής, είτε της οικιακής οικονομίας (δηλαδή, παραγωγή για προσωπική χρήση) ή κάποιου συνδυασμού και των τριών.  Κατά συνέπεια, τα κίνητρα που διασφάλιζαν τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος προέκυπταν από τα έθιμα, τούς νόμους ή τη θρησκεία – όχι όμως από το κέρδος. Ακόμα κι όταν, από το 16ο αιώνα και μετά, οι αγορές έγιναν πολυάριθμες και σημαντικές, βρίσκονταν υπό τον στενό έλεγχο της κοινωνίας, σε συνθήκες, που καθιστούσαν αδιανόητη μια αυτορυθμιζόμενη αγορά. Το εμπόριο ήταν καθαρά υπόθεση των συντεχνιών κι όχι των μεμονωμένων τεχνιτών οι δε τιμές καθορίζονταν με αμοιβαία συμφωνία. Κατά κανόνα, τόσο τα αρχαία όσο και τα φεουδαλικά οικονομικά συστήματα θεμελιώνονταν στις κοινωνικές σχέσεις, η δε κατανομή των υλικών αγαθών ρυθμιζόταν από μη-οικονομικά κίνητρα. Τα αγαθά της καθημερινής ζωής, ακόμα και στις αρχές του Μεσαίωνα, δεν ήταν αντικείμενο τακτικής αγοραπωλησίας  στην αγορά. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πριν από τη Βιομηχανική Επανάσταση ούτε η εργασία ούτε η γη ήταν εμπορευματοποιημένες, η διαδικασία αγοραιοποίησης δεν είχε αρχίσει. Ήταν στην αρχή του 19ου  αιώνα που δημιουργήθηκε μια αυτορυθμιζόμενη αγορά, η οποία, για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία, καθιέρωσε  το θεσμικό διαχωρισμό της κοινωνίας σε  οικονομική και πολιτική σφαίρα. Ο διαχωρισμός της κοινωνίας από την οικονομία δημιούργησε τη δική του ασταμάτητη δυναμική. Αυτοί που έλεγχαν την παραγωγή έπρεπε να είναι «αποτελεσματικοί» ή καλύτερα «ανταγωνιστικοί» προκειμένου να επιβιώσουν σ’ ένα σύστημα με βάση την αγορά. Η αποτελεσματικότητα με τη σειρά της εξαρτιόταν από τις επενδύσεις σε νέες τεχνικές και προϊόντα και τη συνακόλουθη μαζική επέκταση της παραγωγής δηλαδή της διασφάλισης της ελεύθερης ροής «εργασίας» και «γης» με ελάχιστο κόστος και σύνθημα «ανάπτυξη ή θάνατος» που οδήγησε στη σημερινή πολυδιάστατη κρίση.

Στην οικονομία της αγοράς τα νοικοκυριά και οι παραγωγοί κινούνται με βάση το προσωπικό τους συμφέρον. Οι αποφάσεις τους επηρεάζονται καθαρά από το προσωπικό όφελος. Οι καταναλωτές στοχεύουν στη μεγιστοποίηση της ατομικής τους ευημερίας. Οι παραγωγοί επιδιώκουν τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Οι εργαζόμενοι αποβλέπουν στη μεγιστοποίηση του εργατικού μισθού, οι ιδιοκτήτες ακινήτων του ενοικίου που εισπράττουν, οι αποταμιευτές δανείζουν όταν το επιτόκιο είναι υψηλό και οι επιχειρηματίες αναζητούν  το μέγιστο κέρδος. Η βαθειά συστημική κρίση που διανύουμε και τα οικονομικά μέτρα που υιοθετούνται για την αντιμετώπιση της, έχει καταστήσει σαφές πως στο πλαίσιο του συστήματος της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς οι όροι της σχέσης μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή ουσιαστικά αντιστρέφονται. Αντί ο παραγωγός να παράγει με βάση τις ανάγκες των καταναλωτών, κάτι που συνιστά τον πρωταρχικό λόγο ύπαρξης της σφαίρας της οργανωμένης οικονομικής δραστηριότητας, οι καταναλωτές καλούνται τώρα να «αγοράσουν» όχι για να καλύψουν δικές τους ανάγκες αλλά προκειμένου να στηρίξουν τις εταιρείες που καταρρέουν. Αντί λοιπόν οι εταιρείες να υπηρετούν τις ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, το κοινωνικό σύνολο εξαναγκάζεται σε μια σχέση υποτέλειας απέναντι στις εταιρείες που ελέγχουν το σύνολο των μέσων παραγωγής και διανομής.

Σε αντίθεση με τον καπιταλισμό της αγοράς, που βασίζεται στην ιδέα του Άνταμ Σμιθ ότι το κοινό καλό επιτυγχάνεται μέσω της επίδειξης του ιδιοτελούς συμφέροντος του ατόμου, η κοινωνία των πολιτών εκκινεί από την ακριβώς αντίθετη προϋπόθεση – κάθε άτομο δίνει κάτι από τον εαυτό του στους άλλους και με τη βελτιστοποίηση του γενικότερου καλού της ευρύτερης κοινότητας θα προωθηθεί και η δική του ευημερία.

Η καθολικότητα της κοινωνίας των Πολιτών

Σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία απρόσωπων δυνάμεων της αγοράς, η κοινωνία των πολιτών έχει καταστεί πολύ σημαντικό κοινωνικό καταφύγιο. Είναι ο τόπος όπου οι άνθρωποι δημιουργούν μια αίσθηση συγγένειας και εμπιστοσύνης, όπου μοιράζονται σκοπούς και συλλογική ταυτότητα. Ο τομέας της κοινωνίας των πολιτών είναι το αντίδοτο σε έναν κόσμο που νοείται όλο και περισσότερο με αυστηρά εμπορικούς όρους.J.R

Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ 

Τα πράγματα αλλάζουν ριζικά με την έλευση της παγκοσμιοποίησης, την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών πληροφορικής και διαδικτύου, από τη μία πλευρά, και από την άλλη, την ανάδυση των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων, την κλιματική αλλαγή, τις μεγάλες ανισότητες, τη διόγκωση της παγκόσμιας φτώχειας, που κινητοποιούν, παράλληλα, πληθώρα μικρών και μεγάλων οργανώσεων, με μεγάλη επικοινωνιακή εμβέλεια, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να λογοδοτούν απέναντι σε αυτά τα ζητήματα.
Η κοινωνία των πολιτών αρχίζει να γίνεται καταλυτικός παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας, από τη στιγμή του εμφανίζεται η μεγάλη ποσοτική αύξηση και ποιοτική διαφοροποίηση των οργανώσεών της, με τάσεις αυτονομίας απέναντι στο κράτος με οικονομική διάρθρωση.
Η οικολογική αφύπνιση, η διεύρυνση της κοινωνικής οικονομίας και το πρόταγμα της πράσινης ανάπτυξης, που αναδείχθηκε τελευταία, είναι ορισμένα από τα σημεία των καιρών, που αλλάζουν τα δεδομένα.
Η νέα καθολικότητα γεννιέται ακριβώς μέσα από τη μεγάλη αντίθεση ανάπτυξης των επικοινωνιακών δυνατοτήτων σε επίπεδο αυτο-οργάνωσης της κοινωνίας των πολιτών και τις μειούμενες προσφορές του έθνους-κράτους σε κοινωνική ασφάλεια, εξασφάλιση απασχόλησης και κοινωνικών παροχών, παράλληλα με τις πιέσεις που ασκούνται στο κράτος από την οικονομική παγκοσμιοποίηση.

Κυρίως, όμως, γεννιέται μέσα από τις απεριόριστες και προσιτές επικοινωνιακές εφαρμογές του διαδικτύου για τις Μ.Κ.Ο., οι οποίες αποκτούν ολοένα και πιο δραστήριο ρόλο στην επικοινωνιακή διαμεσολάβιση.

Η υλική βάση της ανάπτυξης της νέας καθολικότητας της κοινωνίας των πολιτών είναι τα μετρήσιμα μεγέθη της κοινωνικής οικονομίας και της τάσης προς την πράσινη ανάπτυξη, που μπαίνει πλέον επίσημα στην πολιτική ατζέντα των ανεπτυγμένων χωρών. Αυτή η νέα υλική βάση της κοινωνικής οικονομίας, που διαρκώς μεγεθύνεται σε μια αμφίδρομη σχέση με το λεγόμενο «κοινωνικό κεφάλαιο», δημιουργεί και τις προϋποθέσεις αυτονομίας έναντι του κράτους.

Μολονότι η κοινωνία των πολιτών εκφράζεται μέχρι στιγμής μέσα από ένα τεράστιο μωσαϊκό οργανώσεων, διαφέρει ριζικά από το παρελθόν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως γνωρίζουμε από τις προεπαναστατικές περιόδους, π.χ. της Γαλλικής ή της Ρωσικής Επανάστασης ή αργότερα του Γαλλικού Μάη.

Είναι φανερό ότι γίνεται πλέον ρυθμιστής και διαφοροποιεί την οικονομία και την πολιτική που γνωρίζαμε μέχρι τώρα.

Δεν είναι απλά μια συσσώρευση δυνάμεων που λειτουργεί ως βατήρας για ένα κοινωνικό ξέσπασμα, για να παραδώσει στη συνέχεια τη δύναμή της, μετά την έκρηξή της, στην εξουσία του κράτους, αλλά είναι μια καθολικότητα με αυτόνομη θεσμική διάρκεια, που ριζώνει στην κοινωνία και την ενεργοποιεί προς νέες μορφές συλλογικής δημιουργίας. Επιβάλλει στο κράτος και την αγορά, για πρώτη φορά στην ιστορία, την ατζέντα της πράσινης οικονομίας και της κοινωνικής περιβαλλοντικής ευθύνης.

Επιβάλλεται σταδιακά ως αυτόνομη καθολικότητα για την ειρήνη, την οικολογία και την αλληλέγγυα οικονομία.
Ωστόσο, οι δύο καθολικότητες, του κράτους και της αγορά, παραμένουν και σήμερα οι «μεγάλες ρυθμιστικές δυνάμεις».
Είναι εκείνες που καθόρισαν τις κοινωνικές εξελίξεις και το κυρίαρχο πολιτικοοικονομικό σύστημα του καπιταλισμού καθ' όλη τη διάρκεια των τριών τελευταίων αιώνων της βιομηχανικής εποχής. Τώρα πιέζονται για θεσμικές μεταρυθμίσεις στο επίπεδο της οικονομίας  και της δημοκρατίας. Οι κάθε είδους δογματικοί υπέρμαχοι άλλοτε της μονοσήμαντης κυριαρχίας του κράτους και άλλοτε της αγοράς νιώθουν άβολα και προσπαθούν μάταια να εντάξουν το νέο φαινόμενο στα καλούπια τους. Όμως, η νέα καθολικότητα της κοινωνίας πολιτών δεν υπακούει ούτε στους κανόνες της  οικονομίας της αγοράς, ούτε χωράει στο πλαίσιο της οικονομικής ολιγαρχίας, ούτε συνάδει ή συναινεί με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ούτε συμπορεύεται με το κράτος ή τον κρατισμό.  Κι αυτό, γιατί απλά η υλική βάση και το συλλογικό φαντασιακό της κοινωνίας μετασχηματίζονται και αυτοργανώνονται εντελώς ανεξάρτητα κι ερήμην όλων αυτών. Όσο αλήθεια είναι ότι στη βάση του φιλελευθερισμού και των ατομικών δικαιωμάτων βρήκε έδαφος και αναπτύχθηκε η κοινωνία των πολιτών, άλλο τόσο αλήθεια είναι ότι η ατομιστική ωφελιμιστική αντίληψη της αγοράς δεν είναι ο μόνος χώρος στον οποίο γίνονται οι επιλογές και ζυμώνονται  προτιμήσεις όσον αφορά στην οργάνωση του τρόπου ζωής των πολιτών. Κι η οργανωμένη κοινωνία πολιτών είναι η περίτρανη απόδειξη.

Ιστορικά οι θεωρητικές αναφορές στην κοινωνία των πολιτών, στα τέλη του 19ου  και τις αρχές του 20ου αιώνα, σε ελάχιστες περιπτώσεις διαχωρίζονται από την επίδραση του κράτους και της αγοράς, προφανώς γιατί οι θεσμοί της ήταν ανίσχυροι, σε σχέση με τις δύο άλλες καθολικότητες. Έτσι, στο σημείο αυτό αξίζει να κάνουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή και να αναφερθούμε πολύ περιληπτικά στις  δυο αντικριστές θεωρίες του φιλελεύθερου στοχαστή Τοκβίλ (Alexis de Tocqueville 1805 – 1859) και του ηγέτη της Ιταλικής αριστεράς Γκράμσι (Antonio Gramsi 1891 – 1937) για την κοινωνία των πολιτών ώστε να αντιληφθούμε την σχέση και τη συνάρτηση της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών ως καθολικότητα, με τις άλλες δυο καθολικότητες της αγοράς και κυρίως του κράτους.

Ο Τοκβίλ  και ο Γκράμσι είναι οι δύο στοχαστές στους οποίους αναφέρονται όλοι οι σύγχρονοι μελετητές. Μολονότι και οι δύο έγραψαν σε μια άλλη εποχή, με διαφορετικά δεδομένα, και η ερμηνεία τους μπορεί να θεωρηθεί πολύ πρώιμη για τις σημερινές συνθήκες, η συνεισφορά τους στη θεωρητική παράδοση για τη σχέση της κοινωνίας των πολιτών με το κράτος είναι το σημείο αναφοράς που σηματοδοτεί τα όρια και τις δυνατότητες ελευθερίας, του κοινωνικού φαινομένου που σήμερα ορίζεται ως «ενεργοί πολίτες».

Ο Τοκβίλ αναδεικνύει τη σημασία του εθελοντισμού σε σχέση με το λιγότερο κράτος και την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου και της κοινωνίας των πολιτών, που πλέον αναγνωρίζονται ευρέως ως καθοριστικοί παράγοντες οικονομικής ανάπτυξης, όπως αναφέρεται από τους Putnam και Fukuyama και περιγράφεται στο έργο του «Δημοκρατία στην Αμερική». Εξετάζει, μάλιστα, με πραγματικό θαυμασμό το πλήθος των εθελοντικών οργανώσεων πολιτών στις Η.Π.Α., που, λειτουργώντας ως ενδιάμεσοι θεσμοί, συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, εξυπηρετώντας, παράλληλα, μία σειρά κοινωνικών σκοπών, ενάμιση αιώνα πριν.

Ωστόσο, πολλές από τις «προφητικές» ερμηνείες του διαψεύδονται από την ίδια την εξέλιξη της Αμερικής και την εξέλιξη του οικονομικού φαινομένου του καπιταλισμού τον οποίον άλλωστε δεν αναλύει οικονομικά, όπως έκαναν ο Άνταμ Σμιθ και ο Μαρξ, αλλά αναφέρεται απλά στις αξίες του φιλελευθερισμού τις οποίες εμπεριέχει.

Γράφει για την Αμερική. «Βλέπω ότι τα αγαθά και τα χαλεπά επιμερίζονται αρκετά ισομερώς. Τα μεγάλα πλούτη εξαφανίζονται και ο αριθμός των μικρών περιουσιών πολλαπλασιάζεται. Δεν υπάρχουν πια ούτε η αχανής χλιδή ούτε η ανεπανόρθωτη εξαθλίωση. Η φιλοδοξία είναι καθολικό συναίσθημα, λίγες όμως είναι οι άμετρες φιλοδοξίες». Και παρακάτω: «Τα ήθη είναι ήπια και η νομοθεσία ανθρώπινη... Η βία είναι σπάνια και η σκληρότητα σχεδόν ανύπαρκτη... Και αυτό που παρατηρώ σε σχέση με τις περιουσίες εμφανίζεται με μύριες όσες μορφές. Όλα σχεδόν τα ακραία φαινόμενα γλυκαίνουν και αμβλύνονται και όλα τα έντονα σημεία σβήνουν, αφήνοντας τη θέση τους σε κάτι το μεσαίο». Δυστυχώς, τίποτα από αυτές τις ρομαντικές περιγραφές δεν ισχύει σήμερα στην Αμερική.

Ο κοινωνιολόγος Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, συγκρίνοντας τα «προφητικά όρια» και τις «προβλητικές ανεπάρκειες» του Τοκβίλ, σε αντιπαράθεση με τις αντίστοιχες αδυναμίες του Μαρξ, διαπιστώνει ότι και οι δύο στοχαστές δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από την εποχή τους, τις αφετηριακές αξίες και επιλογές τους με αποτέλεσμα να παρεκκλίνουν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Έτσι, η ειρωνεία της ιστορίας επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά: οι δύο αντίθετες και αντικριστές αναγνώσεις του μέλλοντος εμφανίζονται ως παραπληρωματικά μέρη μιας ενεργούς και επίκαιρης αντιπαράθεσης αξιών, στο πλαίσιο της οποίας οι δύο στοχαστές μπορούν να συγκριθούν όχι ως προς την αναλυτική τους δεινότητα, αλλά ως προς την κατεύθυνση και τις προεκτάσεις της προταγματικής τους ανεπάρκειας.

Ο Γκράμσι, από την άλλη πλευρά, εισάγει στην πολιτική θεωρία την έννοια τις ιδεολογικής ηγεμονίας του «οργανικού διανοούμενου» και το γεγονός ότι σκεπτόμενοι και οργανωτικοί άνθρωποι προωθούν ενεργά τις ιδέες και τις απόψεις της τάξης τους.

Η κοινωνία των πολιτών είναι, τρόπον τινά, το πεδίο άσκησης της ελευθερίας και της δημιουργίας των όρων και προϋποθέσεων της συναίνεσης και της πειθούς, αλλά είναι εξίσου και το πεδίο κοινωνικών συγκρούσεων στο πολιτιστικό, ιδεολογικό, θρησκευτικό και οικονομικό επίπεδο. Το ρόλο αυτό παίζουν οι οργανωτικοί διανοούμενοι, με στόχο την ιδεολογική ηγεμονία.

Επομένως κατά τον Γκράμσι, προκειμένου να κατανοήσουμε ένα σύγχρονο κράτος, δεν αρκεί να μελετήσουμε τα πολιτικά κόμματα και την οικονομική δομή, αλλά είναι αναγκαίο να αναλύσουμε εκείνο το σύνολο φαινομένων που αποκαλούσε «οργάνωση της κουλτούρας», δηλαδή: το σχολείο, τις εκκλησίες, τις εφημερίδες, τις περιοδικές επιθεωρήσεις, τον κινηματογράφο, το λαϊκό μυθιστόρημα κ.λπ.

Ο Γκράμσι αντιτάχθηκε, με τον τρόπο του, στις επικρατούσες απόψεις στο διεθνές μαρξιστικό θεωρητικό τοπίο της εποχής του, δηλαδή στον οικονομίστικο αυτοματισμό και τον πολιτικό βολονταρισμό, ακόμη και στον Λένιν.

Οι βασικές συνεισφορές του Γκράμσι στην πολιτική σκέψη ήταν οι εξής:
η έννοια της πολιτισμικής «ηγεμονίας», ως μέσο διατήρησης της κυριαρχίας του καπιταλιστικού κράτους,
ο τονισμός της ανάγκης για τη μόρφωση των εργατών, ώστε να δημιουργηθούν οι «οργανικοί διανοούμενοι» της εργατικής τάξης και να γίνει δυνατή η επίτευξη της εργατικής ταξικής «ηγεμονίας»,
η διάκριση μεταξύ πολιτικής κοινωνίας (αστυνομία, στρατός, νομικό σύστημα κ.ά.), που κυριαρχεί άμεσα και κατασταλτικά, και κοινωνίας των πολιτών (οικογένεια, εκπαιδευτικά συστήματα, συνδικάτα κ.ά.), όπου η κυριαρχία του καπιταλιστικού κράτους συγκροτείται μέσω της ιδεολογίας ή μέσω της συναίνεσης,
η πρωταρχική σημασία του ιστορικού υποκειμένου, δηλαδή η ανάλυση μιας κοινωνίας στο συγκεκριμένο κάθε φορά ιστορικό της πλαίσιο και η κριτική του οικονομικού ντετερμινισμού.

Πρέπει, βέβαια, να τονιστεί ότι η θεωρία του Γκράμσι, που διατυπώθηκε υπό διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές, δεν μπορεί να ερμηνεύσει όλα τα σύγχρονα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα και τις συλλογικές συμπεριφορές. Επιπλέον, έχει επισημανθεί από ορισμένους ότι ο Γκράμσι ήταν αποκλειστικά, ή τουλάχιστον κυρίως, εθνικός στοχαστής στο συγκεκριμένο πλαίσιο της Ιταλίας.

Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, με ανεξάρτητη και αυτόνομη δράση από το εθνικό κράτος. Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και οι οργανικοί διανοούμενοι δεν είναι αναγκασμένοι να είναι κρατικοί υπάλληλοι ή κομματικά στελέχη. Στελέχη, δηλαδή, μιας ιεραρχικής αντιπροσωπευτικής οργάνωσης, με σκοπό την κρατική εξουσία ή τη διατήρησή της.

Υπάρχει, δηλαδή, ένας σαφής διαχωρισμός της κοινωνίας των πολιτών από το κράτος ως επιλογή. Πρόκειται, λοιπόν, για μια διαφοροποιημένη κοινωνία των πολιτών από αυτή που ανάλυε ο Γκράμσι στην εποχή του.
Η νέα καθολικότητα της κοινωνίας των πολιτών είναι προϊόν της παγκοσμιοποίησης και της ανοικτής κοινωνίας και δεν έχει να κάνει σε τίποτα με την κατασκευή του ιστορικισμού της κλειστής κοινωνίας, που ανάπτυξε ο Χέγκελ ο οποίος, με τη σειρά του, ταυτίζει την κοινωνία των πολιτών με το έθνος-κράτος και, άρα, ως εξαρτώμενη από αυτό.

Εδώ η θεώρηση του φιλελευθερισμού του Τοκβίλ είναι χρήσιμη απέναντι στον κρατισμό, όπως και η θεώρηση του Γκράμσι είναι χρήσιμη για να δούμε τη λειτουργία της συναίνεσης, αλλά και τη λειτουργία της αμφισβήτησης, απέναντι στις καθολικότητες του κράτους και της αγοράς. Σε όλη αυτή την περίοδο, η κοινωνία των πολιτών είχε δυναμική παρουσία μόνο κατά τη διάρκεια των επαναστατικών περιόδων, υποτασσόμενη πάντοτε, δια μέσου των κομμάτων, στην εξουσία του κράτους και την ηγεμονία της αγοράς. Έτσι εμφανιζόταν ως ένας χώρος που περισσότερο χρησιμοποιείτο από τις κομματικές ηγεσίες και δεν υπαγόρευε πολιτική.

Η ιεραρχική οργάνωση της κοινωνίας και της παραγωγής δεν ευνοούσαν την αυτόνομη οργάνωση της κοινωνίας των πολιτών, πέρα από το συνδικαλισμό, τη συντεχνιακή αντίληψη με αποτέλεσμα τον κατακερματισμό των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών σε ομάδες θεματικού ενδιαφέροντος και συντεχνιακών συμφερόντων που ασφαλώς δεν επέτρεπε στις οργανώσεις να θέτουν ανεξάρτητα ζητήματα συλλογικής κοινωνικής έκφρασης, με αποτέλεσμα ο ρόλος τους να μην είναι ούτε ανεξάρτητος, ούτε πρωταγωνιστικός, αφού ο κατακερματισμός των οργανωμένων μειοψηφιών εξυπηρετούσε και εξυπηρετεί ακόμη την ηγεμονία του κράτους και της αγοράς και τις αντίστοιχες καθολικότητες.

Σε περιόδους κοινωνικής ειρήνης, ο ρόλος της κοινωνίας των πολιτών περιοριζόταν στη δημιουργία συναίνεσης και ενσωμάτωσης στο πλαίσιο του έθνους-κράτους και, πολλές φορές, ως έκφραση οργανωμένων μειοψηφιών διαφόρων κοινωνικών ομάδων και lobbies.

Σταδιακά, ιδιαίτερα μετά τον παγκόσμιο πόλεμο,  παρατηρείται μια εξελικτική διαδικασία η οποία επιδρά στο μετασχηματισμό της δημοκρατίας έναντι του κρατικού αυταρχισμού. Ένα μετασχηματισμό ο οποίος συντελείται στο πλαίσιο της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και της ανοικτής κοινωνίας, μέσα από την παράδοση του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας και έχει σαν αποτέλεσμα τη θεσμική εξέλιξη των κοινωνικών κατακτήσεων, των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων.  Από την άλλη πλευρά, τα νέα δεδομένα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης και της επικυριαρχίας της αγοράς περιορίζουν την κοινωνική προστασία του έθνους-κράτους και ωθούν την κοινωνία πολιτών προς την αυτενέργεια και τις πρωτοβουλίες αυτο-οργάνωσης. Έτσι, ανάμεσα σε αυτούς στο κράτος και την αγορά, αναδύεται η νέα καθολικότητα της κοινωνίας των πολιτών, όχι μόνο ως συνομιλητής στη δημοκρατική διαβούλευση, αλλά και ως δύναμη με καθολική ισχύ στην οικονομία και την κουλτούρα, που αναπτύσσεται σε παγκόσμιο επίπεδο και διαμορφώνει νέους θεσμούς.

Η κοινωνία των πολιτών αναγνωρίζεται ως τρίτος πόλος στην οικονομία και την παγκόσμια διακυβέρνηση. Αναδύεται ως δύναμη συναίνεσης και ευημερίας, αλλά και ως δύναμη αμφισβήτησης και ανατροπής, επιβάλλοντας πολιτικές για το περιβάλλον, για την αντιμετώπιση της απασχόλησης και καταπολέμηση της φτώχειας μέσα από τη συμμετοχική οικολογία και την κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία, ως πολυμορφικό κίνημα συμμετοχικής δημοκρατίας.

Οι εξελίξεις αυτές σηματοδοτήθηκαν κι επιταχύνθηκαν σημαντικά με την έλευση της παγκοσμιοποίησης, την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, την ανάδυση των μεγάλων περιβαλλοντικών προβλημάτων, την κλιματική αλλαγή, τις μεγάλες ανισότητες, τη διόγκωση της παγκόσμιας φτώχειας, που κινητοποιούν  πληθώρα μικρών και μεγάλων οργανώσεων, με μεγάλη επικοινωνιακή εμβέλεια, αναγκάζοντας τις κυβερνήσεις να λογοδοτούν απέναντι σε αυτά τα ζητήματα. Η κοινωνία των πολιτών αρχίζει να γίνεται καταλυτικός παράγοντας στη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας και μολονότι εκφράζεται μέσα από ένα τεράστιο μωσαϊκό οργανώσεων, διαφέρει ριζικά από το παρελθόν και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως στις προεπαναστατικές περιόδους, π.χ. της Γαλλικής ή της Ρωσικής Επανάστασης ή αργότερα του Γαλλικού Μάη.

Με δεδομένο τις πιέσεις που ασκούνται στο κράτος από την οικονομική παγκοσμιοποίηση, είναι φανερό ότι η νέα καθολικότητα που γεννιέται γίνεται πλέον ρυθμιστής και διαφοροποιεί την οικονομία και την πολιτική που γνωρίζαμε μέχρι τώρα, αποτελώντας γέφυρα ανάμεσα στην αλματώδη ανάπτυξη των επικοινωνιακών δυνατοτήτων σε επίπεδο αυτο-οργάνωσης  της κοινωνίας των πολιτών και της διαρκώς  μειούμενης προσφοράς του έθνους-κράτους σε κοινωνική ασφάλεια, εξασφάλιση απασχόλησης και κοινωνικών παροχών. Κυρίως, όμως, γεννιέται μέσα από τις απεριόριστες και προσιτές επικοινωνιακές εφαρμογές του διαδικτύου οι οποίες αποκτούν ολοένα και πιο δραστήριο ρόλο στην επικοινωνιακή διαμεσολάβηση. Έτσι, έχοντας υπ' όψιν το ρόλο της μιντιοκρατίας στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης και κατασκευής συναίνεσης, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι παραδοσιακά οι καθοδηγητές γνώμης προέρχονταν, κυρίως, από τους θεσμούς της κοινωνίας των πολιτών.

Με τον όρο  «κοινωνία  πολιτών» εννοούμε συνήθως ομάδες ή οργανισμούς που λειτουργούν εκτός των επίσημων δομών και θεσμών μιας χώρας. Οι ομάδες αυτές περιλαμβάνουν τους κοινωνικούς εταίρους, δηλαδή τις συλλογικότητες τις συντεχνίες και τους συνδέσμους εργοδοτών, καθώς επίσης τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών οι οποίες συσπειρώνουν τους ανθρώπους σε ένα κοινό σκοπό. Δεν είναι απλά μια συσσώρευση δυνάμεων που λειτουργεί ως βατήρας για ένα κοινωνικό ξέσπασμα, για να παραδώσει στη συνέχεια τη δύναμή της, στην εξουσία του κράτους, αλλά είναι μια καθολικότητα με αυτόνομη θεσμική διάρκεια, που ριζώνει στην κοινωνία και την ενεργοποιεί προς νέες μορφές συλλογικής δημιουργίας, επιβάλλοντας στο κράτος και την αγορά, για πρώτη φορά στην ιστορία, την δική της ατζέντα. Έτσι, η τάση μείωσης συμμετοχής των πολιτών σε κομματικές οργανώσεις, καθώς και η μεγαλύτερη ικανότητα αυτο-οργάνωσης κοινωνικών συμφερόντων και ενδιαφερόντων, έχουν σαν αποτέλεσμα την αισθητή ενδυνάμωση της Κοινωνίας των Πολιτών, με αποτέλεσμα αρκετοί νεωτεριστικοί τομείς να σημειώνουν αξιόλογη ανάπτυξη και δραστηριότητα κατά την διάρκεια της τελευταίας δεκαπενταετίας, όπως είναι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι ομάδες προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι σύνδεσμοι καταναλωτών, οι φιλανθρωπικές οργανώσεις, οι εκπαιδευτικοί οργανισμοί, οι οργανισμοί με βάση την κοινότητα, οι οργανισμοί νεολαίας, οι οικογενειακοί οργανισμοί, οι θρησκευτικές κοινότητες και όλοι οι οργανισμοί στους οποίους συμμετέχουν οι πολίτες σε τοπικό επίπεδο ή σε επίπεδο δήμου.

Τα κύρια χαρακτηριστικά της νέας αυτής καθολικότητας είναι: 

Η εκρηκτική έκταση, που καταλαμβάνει την τελευταία εικοσαετία
Οι ανθρώπινες και βιώσιμες συγκλίνουσες αξίες που προκύπτουν συνθετικά από διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες όπως του φιλελευθερισμού, του σοσιαλισμού, της οικολογίας κλπ
Η πολυμορφία και πολυφωνία
Η ανοιχτή διαβούλευση στον κυβερνοχώρο, έξω από τη γραφειοκρατία και τους θεσμούς εξουσίας η οποία συντελεί στη διαμόρφωση μια εντελώς νέας κατάστασης αυτής της  ανοιχτή κοινωνίας.
Η οριζόντια οργάνωση
Η ανάπτυξη των κοινωνικών δικτύων και η οικουμενική τους διάσταση όσον αφορά στα ανθρώπινα δικαιώματα, την οικολογία και την ανθρωπιστική βοήθεια.
Η αμφίδρομη επικοινωνία κι αυτοδυναμία,
Η υπέρβαση σε μεγάλο βαθμό της ιδιοκτησίας της γνώσης, που φέρνει το διαδίκτυο και απελευθερώνει μεγάλες δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών και σε οικονομικό, αλλά και πολιτιστικό επίπεδο
Η βαθιά κοινωνικοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας του άυλου προϊόντος της ατομικής και συλλογικής δημιουργίας, καθώς πλέον είναι σχεδόν ανέξοδη ή πολύ φθηνή η μεταφορά γνώσης, ανασυνθέτοντας  θεμελιακά νέες αξίες όπως αυτή του πνευματικού εθελοντισμού.
Η ανάδειξη του εθελοντισμού σε κοινωνικό κεφάλαιο τοπικής, αλλά και παγκόσμιας σημασίας για την ανάπτυξη.
Οι αυτόνομες συλλογικότητες και κυβερνοσυλλογικότητες, με σύμμαχο το διαδίκτυο και τις νέες επικοινωνιακές δυνατότητες, που αναπτύσσουν μέσα από αυτή τη διαδικασία προς όφελος του εθελοντισμού της κοινοτικής μη κερδοσκοπικής παραγωγής και της κοινωνικής οικονομίας, χωρίς την επιβολή δογματικής ιδεολογίας.

Αυτό όμως που ιδιαιτέρως χαρακτηρίζει τη νέα καθολικότητα της κοινωνίας των πολιτών είναι, τα συνεργατικά δίκτυα που συνθέτουν έναν άλλον κόσμο πέραν αυτού της ανταγωνιστικότητας της αγοράς, με αποτέλεσμα  να εμφανίζονται δίκτυα κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας, δίκτυα οικολογίας, ανθρώπινων δικαιωμάτων, καθώς και συνεργατικά δίκτυα, σε παγκόσμιο επίπεδο, για πρώτη φορά στην ιστορία σε τόσο μεγάλη έκταση.

Οι περισσότερες πραγματικά νέες ιδέες, θεματικές και πρακτικές προέρχονται από τον χώρο των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Κατά ένα περίεργο τρόπο ακόμη και οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτέμβρη προσθέτουν λόγους για την επικαιρότητα του μηνύματος της κοινωνίας πολιτών. Θα έλεγε κανείς ότι η ανάγκη της επανεφεύρεσης της απαξιωμένης πλέον πολιτικής στις συνειδήσεις των πολιτών επιστρέφει με έναν εντελώς καινούργιο τρόπο. Δεν είναι λοιπόν καθόλου τυχαίο  το γεγονός ότι η ιδέα της κοινωνίας των πολιτών, γίνεται όλο και πιο σημαντική στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου θεωρείται πλέον ένας από τους τρόπους με τους οποίους η ΕΕ επιχειρεί να επανασυνδεθεί με τους πολίτες της.

Κοινό γνώρισμα όλων των εκδηλώσεων της κοινωνίας των πολιτών είναι ο αυξημένος βαθμός κοινωνικού ενδιαφέροντος και ο εθελοντικός μη κρατικός, μη κερδοσκοπικός χαρακτήρας των οργανώσεών της. Έρευνες καταδεικνύουν ότι η συμμετοχή των πολιτών σε φορείς της Κοινωνίας των Πολιτών προκαλεί αισθήματα διασκέδασης- ευχαρίστησης και ικανοποίησης για την επίτευξη των στόχων που οι ίδιοι ή οι οργανώσεις τους έχουν θέσει. Στόχοι οι οποίοι εμπνέονται από οικολογική ή ανθρωπιστική συλλογική δράση η οποία συγκροτεί «θεσμούς αλληλεγγύης» και εθελοντικής προσφορά με μετα-υλικές ανθρωπιστικές αξίες οι οποίες βασίζονται σε ένα κοσμοπολιτικό ουμανισμό. Έναν ουμανισμό που προσπαθεί να ξεπεράσει τα εθνικά όρια και να νοιαστεί για τον πλανήτη και τον πληθυσμό του γενικά. Οι αξίες αυτές είναι:

Αλτρουισμός, ατομική ανάγκη ή συναίσθημα έκφρασης ενεργούς αλληλεγγύης και παροχής βοήθειας, θρησκεία, φιλοσοφία.
Κατανόηση, η διάθεση να καταλάβουμε τον άλλον ή να εντρυφήσουμε σε κάποιο θέμα που απασχολεί την κοινότητα αλλά και η γνώση ως αυτοσκοπός.
Αυτοεκτίμηση, η απόκτηση δεξιοτήτων, εμπειρίας και ευκαιριών που βελτιώνουν την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό και παράλληλα δημιουργούν ακόμη και προϋποθέσεις για εύρεση μισθωτής εργασίας.
Αυτοπεποίθηση, το συναίσθημα το οποίο απορρέει από την ικανοποίηση που νιώθει κάποιος όταν αισθάνεται χρήσιμος και σημαντικός για την κοινότητα και αναγνωρίζονται οι δραστηριότητές του.
Αυτοβελτίωση, η απόδραση από προσωπικά αδιέξοδα με την παροχή υπηρεσιών ή την διάθεση ενεργητικότητας σε τρίτους.
Κοινωνικότητα, δηλαδή το αίσθημα του ανοίκειν αφού η συνεργασία και η προσφορά σε εθελοντική βάση διευκολύνει την κοινωνικοποίηση και συντελεί στην απόκτηση νέων γνωριμιών, φίλων και ενός προτύπου σωστής κοινωνικής συμπεριφοράς.


Οι Οργανώσεις της κοινωνίας των Πολιτών  ως παγκόσμια θεσμίζουσα δύναμη….

Η Κοινωνία των Πολιτών παρέχει κοινωνικά αγαθά αλλά και υπηρεσίες και αποτελεί σημαντικό παράγοντα κοινωνικού και πολιτικού συντονισμού. Συνυπάρχει, εξελίσσεται και αναπτύσσεται ως τρίτος πόλος ανάμεσα στις κυρίαρχες δομές του κράτους και της αγοράς δημιουργώντας νέα πεδία οικονομικής δραστηριότητας και απασχόλησης, παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες και κυρίως αναλαμβάνοντας σημαντικό ρόλο στο κοινωνικό/οικονομικό γίγνεσθαι ο οποίος διαρκώς αναβαθμίζεται, συμπληρώνοντας, αναπληρώνοντας  ή και υποκαθιστώντας το κράτος - προνοίας σε τομείς που εκείνο δεν θέλει, δεν γνωρίζει  ή δεν μπορεί να παρέμβει προσδίδοντας με τον τρόπο αυτό προστιθέμενη αξία στο κοινωνικό κεφάλαιο.  Δεν αρκεί λοιπόν να προσδιοριστεί μόνον η μεγάλη ή η μικρή κλίμακα ανάπτυξης της Κοινωνίας Πολιτών, αλλά και ο ρόλος της στις κυρίαρχες κοινωνικές δομές, καθώς και η στάση του κράτους ως προς τον μη κερδοσκοπικό τομέα.

Η υλική βάση της ανάπτυξης της νέας καθολικότητας της κοινωνίας των πολιτών είναι τα μετρήσιμα μεγέθη της κοινωνικής οικονομίας  και της τάσης προς την πράσινη ανάπτυξη, που μπαίνει πλέον επίσημα στην πολιτική ατζέντα των ανεπτυγμένων χωρών. Αυτή η νέα υλική βάση της κοινωνικής οικονομίας, που διαρκώς μεγεθύνεται σε μια αμφίδρομη σχέση με το λεγόμενο «κοινωνικό κεφάλαιο», δημιουργεί και τις προϋποθέσεις αυτονομίας έναντι του κράτους.
Τρεις θεμελιακές έννοιες – αιτίες και κατακτήσεις ανθρώπινης γνώσης καθόριζαν πάντοτε ως κινητήριες δυνάμεις την ιστορική εξέλιξη, και την οικονομική κατάσταση των εκάστοτε κοινωνιών.
Το τρίπτυχο ενέργεια, οι τεχνολογίες και οι ιδεολογίες.
Η ενέργεια και οι τεχνολογίες ως υλικές κινητήριες δυνάμεις και οι ιδεολογίες ως καύσιμο της κίνησης των ιδεών και της κουλτούρας.
Οι τρεις αυτές έννοιες βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση στην ανάπτυξη της οικονομίας, και των κοινωνιών, από την εποχή της ανακάλυψης της φωτιάς και του μύθου Προμηθέα μέχρι σήμερα.
Σε πρακτικό επίπεδο το τρίπτυχο αυτό καθορίζει ακόμη και τον προσανατολισμό των επενδύσεων. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το θέμα που θα αναπτύξουμε παρακάτω.
Έχοντας κατά νου την επίδραση της ενέργειας, στην οικονομική κρίση έχει αποδειχθεί στην ιστορία ότι η εξάντληση των παραδοσιακών πηγών ενέργειας χωρίς την αντικατάσταση τους από νέες πηγές ενέργειας μπορεί να γυρίσει δραματικά τις εξελίξεις προς τα πίσω με τραγικές συνέπειες .
Αυτό συνέβη π.χ. με την εξάντληση των δασών στο τέλος της ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στο γνωστό τότε κόσμο. Στην σημερινή εποχή μια τέτοια εξέλιξη ενεργειακής κρίσης φαντάζει εφιάλτης καθώς ολόκληρες περιοχές και συστήματα μπορούν να βυθιστούν στο σκοτάδι.
Συστήματα παραγωγής και μεταφορών, συστήματα ύδρευσης και υγείας.
Στο άμεσο μέλλον, χωρίς την άμεση μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ήπιες μορφές ενέργειας το επακόλουθο, της ενεργειακής κρίσης η κατάρρευση των συστημάτων, θα είναι ο χειρότερος εφιάλτης στην παγκόσμια κοινωνία, με αλυσιδωτές επιδράσεις και στην παγκόσμια οικονομία.
Αντιλαμβανόμαστε έτσι, ότι οι νέες τεχνολογίες ήσαν πάντοτε το κλειδί για το  πέρασμα από την εξάλειψη των παραδοσιακών μορφών ενέργειας σε νέες μορφές ενέργειας.
Αυτό έγινε λίγο πριν τη βιομηχανική επανάσταση με την ανακάλυψη του  ατμού και αργότερα με την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού και της μηχανής εσωτερικής καύσης, τεχνολογίες που επέτρεψαν την άντληση και διύλιση πετρελαίου, και την θεαματική επέκταση παραγωγής για να διαμορφωθεί αυτό που λέμε σήμερα πολιτισμός της βιομηχανικής εποχής.
Αυτό που γίνεται και τώρα με τις τεχνολογίες και των ήπιων μορφών ενέργειας και ιδιαίτερα, της ηλιακής ενέργειας είναι ότι δίνουν τη δυνατότητα της μαζικής και οικονομικά βιώσιμης παραγωγής υδρογόνου, προς αντικατάσταση της ρυπογόνου ενέργειας και υπεύθυνης των κλιματικών αλλαγών- μια ενέργεια που εγγυάται την ομαλή μετάβαση στην μεταβιομηχανική εποχή.
Μόνον που σ’ αυτή τη μετάβαση υπάρχουν μεγάλες οικονομικές και πολιτικές αντιδράσεις.
Η γεωγραφική ισοκατανομή των ενεργειακών πόρων του πετρελαίου και φυσικού αερίου, είναι το σύνδρομο μια παγκόσμιας ιδεολογικής ηγεμονίας της οικονομικής ολιγαρχίας που για τη διατήρηση των προνομιών της θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο τον πλανήτη μέσα από ένα σύστημα εξουσίας που ελέγχεται την απόλυτη κερδοσκοπία και την λεγόμενη οικονομία καζίνο.
Ο εκδημοκρατισμός της ενέργειας όχι μόνο σε ιδεολογικό επίπεδο αλλά και με την έννοια της κοινωνικοποίησης της τεχνολογίας των ήπιων μορφών ενέργειας, όπως είναι η ηλιακή ενέργεια είναι η μοναδική λύση για έγκαιρη αντιμετώπιση του ριζικού προβλήματος για την ανθρωπότητα.
Ο εκδημοκρατισμός λοιπόν, και η βαθμιαία κοινωνικοποίηση της ενέργειας είναι λύδια λίθος της μετάβασης όχι μόνον σ’ ένα βιώσιμο σύστημα αλλά και δικαιότερης ανακατανομής του εισοδήματος αφού παραγωγός της ενέργειας μπορεί να γίνει μ’ αυτό τον τρόπο η τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και διάφορες εταιρείες κοινωνικού και τοπικού χαρακτήρα. Σε αυτό το επίπεδο τα κοινωνικά δίκτυα σε συνεργασία με την τοπική Αυτοδιοίκηση μπορούν να γίνουν προπομπός του εκδημοκρατισμού της ενέργειας.
Στην παρούσα ιστορική φάση, η δικαιότερη κατανομή των ενεργειακών πόρων δεν είναι μόνον ζήτημα ηθικής επιταγής αλλά και τρόπος αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης- και της φτώχειας ως απειλής που εκδηλώνεται αυτές τις μέρες στη μητρόπολη του συστήματος στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα με το φάσμα της πτώχευσης.
Αυτό, βέβαια φέρνει και την ιδεολογική κατάρρευση από τη μία μεριά του φονταμενταλισμού της αγοράς και του φονταμενταλισμού του κράτους από την άλλη ως ακραίων ιδεολογημάτων που επεβλήθησαν από τις πολιτικές ολιγαρχίες έστω κι αν αυτές παρουσιάζονταν με δημοκρατικό προσωπείο.
Ποιος μπορεί πλέον να πιστέψει στα σοβαρά ύστερα από την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος που παρατηρείται στις μέρες μας ότι μπορεί να κοιμόμαστε ήσυχοι αφήνοντας τις τύχες της ανθρωπότητας στην αυτορρύθμιση της αγοράς; Αλλά ποιος μπορεί επίσης να πιστέψει στο βαρύ απόλυτο «κράτος πρόνοιας» που φαντάζει ανήμπορο στις επερχόμενες «σεισμικές» δονήσεις της οικονομίας.
Η λύση δεν είναι απλά η σύνθεση μιας μεικτής οικονομίας, κράτους και αγοράς, αλλά η σύνθεση κράτους αγοράς, και κοινωνικής οικονομίας των ενεργών πολιτών, για την αυτορρύθμιση της προνοιακής πολιτικής.
Κι αυτό συνιστά μια νέα ιδεολογία. Των ενεργών πολιτών και των δικτύων που παρεμβαίνουν ενεργά σε θεμελιακά ζητήματα ενεργειακής, οικολογικής και οικονομικής πολιτικής.
Tο μήνυμα είναι να μην περιμένουμε λύσεις μόνον από το κράτος και τις κυβερνήσεις. Η λύση βρίσκεται στον εκδημοκρατισμό της ενέργειας και τους ενεργούς πολίτες της οικοανάπτυξης.

ΤΑ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ

Τα οικονομικά της αλληλεγγύης, μέσα από μια πολυεπίπεδη δραστηριότητα σε όλο τον κόσμο της κοινοτικής παραγωγής και του μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, είναι η βάση της αυξανόμενης ισχύος της κοινωνικής οικονομίας και αναδιανομής του εισοδήματος προς τα κάτω.

«O Euclides Andrι Mance επευφημεί ένα νέο τρόπο παραγωγής, που επεκτείνεται σαν κομμάτι μιας επανάστασης των δικτύων και υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να σχηματίσει την υλική βάση για νέες μεταβατικές κοινωνίες».

Η Νέα Καθολικότητα της κοινωνίας των πολιτών κινητοποιεί μ’ αυτόν τον τρόπο εκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Γνωρίζουμε λίγα για την πολυεπίπεδη έκτασή της. Ξέρουμε, όμως, ότι στο επίπεδο της βάσης των κινητοποιήσεων, της οργάνωσης και της λαϊκής της εκπαίδευσης, βρίσκονται χιλιάδες κινήματα και εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν αρχίσει να υφαίνουν συνεργατικά δίκτυα οικονομικής αλληλεγγύης, να δημιουργούν διαύλους επικοινωνίας που έχουν το δυναμικό να φέρνουν κοντά και να ενδυναμώνουν τοπικούς και παγκόσμιους αγώνες, είτε για το περιβάλλον είτε για την αντιμετώπιση της φτώχειας.

Όλα αυτά τα φαινόμενα έμοιαζαν, πριν μία δεκαετία, νησίδες στον ωκεανό της αγοράς, σήμερα, όμως, καταλαμβάνουν μία τεράστια έκταση, που κανείς - πολιτικός ή μη - δεν μπορεί να αγνοήσει.

Αναγνωρίζοντας τη σημερινή πραγματικότητα, αρκετά ευρωπαϊκά έθνη υπερηφανεύονται ότι σήμερα το δικό τους επίπεδο απασχόλησης στο «μη κερδοσκοπικό τομέα» υπερβαίνει εκείνο των Η.Π.Α.. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία, που έχουμε μία πενταετία πριν, στην Ολλανδία, το 12,6% της συνολικής επί πληρωμή απασχόλησης αντιστοιχεί στο μη κερδοσκοπικό τομέα. Στην Ιρλανδία το 11,5% όλων των εργαζομένων απασχολείται στο μη κερδοσκοπικό τομέα επίσης, και στο Βέλγιο αυτό το ποσοστό είναι 10,5%. Στο Ηνωμένο Βασίλειο το 6,2% του εργατικού δυναμικού απασχολείται στο μη κερδοσκοπικό τομέα και στη Γαλλία και τη Γερμανία αυτό το ποσοστό είναι της τάξης του 4,9%. Η Ιταλία έχει περισσότερες από 220.000 μη κερδοσκοπικές οργανώσεις και ο μη κερδοσκοπικός τομέας μετρά πάνω από 630.000 πλήρως απασχολούμενους εργαζόμενους.

Είναι ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι, σε δέκα ευρωπαϊκές χώρες που υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία εσόδων, οι αμοιβές για παροχή υπηρεσιών και προϊόντα ισοδυναμούσαν με το 33-50% του εισοδήματος στο μη κερδοσκοπικό τομέα, ανάμεσα στο 1990 και στο 1995.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, στις είκοσι δύο χώρες για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία, το 49% των εσόδων του μη κερδοσκοπικού τομέα προέρχεται από αμοιβές για υπηρεσίες και προϊόντα. Στις Η.Π.Α., το 57% όλων των εσόδων του μη κερδοσκοπικού τομέα προέρχεται επίσης από αμοιβές για υπηρεσίες και προϊόντα. Το μερίδιο των κονδυλίων από τη φιλανθρωπία και από το δημόσιο, ωστόσο, έχει μειωθεί σε πολλές χώρες, διαλύοντας έτσι τον επί μακράν καλλιεργούμενο μύθο ότι ο μη κερδοσκοπικός τομέας εξαρτάται από την κυβέρνηση ή από την ελεημοσύνη των ιδιωτών.
Είναι βέβαιο ότι η συγκεντροποίηση κοινωνικού και οικονομικού κεφαλαίου στο μη κερδοσκοπικό τομέα θ’ αλλάξει πολύ περισσότερο στο μέλλον τα οικονομικά δεδομένα. Είναι βέβαιο ότι η συγκεντροποίηση κοινωνικού και οικονομικού κεφαλαίου στο μη κερδοσκοπικό τομέα θ’ αλλάξει πολύ περισσότερο στο μέλλον τα οικονομικά δεδομένα.

Αυτό που παρατηρεί ο RIFKIN στο βιβλίο του «το Ευρωπαϊκό Όνειρο» είναι ότι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών δίνουν τη δύναμη στους πολίτες να διεκδικήσουν τα συμφέροντά τους, σ’ έναν κόσμο όπου οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις πιθανότατα δεν πρόκειται να τα φροντίσουν.

Οι ακτιβιστές της κοινωνίας των πολιτών υποστηρίζουν ότι η υπερβολική στήριξη στην απορυθμισμένη παγκόσμια αγορά έχει οδηγήσει στην αχαλίνωτη καπιταλιστική απληστία και εκμετάλλευση και έχει μειώσει τον παραδοσιακό ρόλο της κυβέρνησης ως παράγοντα αναδιανομής και πάροχο ουσιαστικών κοινωνικών υπηρεσιών.
Οι συγγραφείς της μελέτης του Πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς, όπου επισημαίνεται η μεγάλη αύξηση των θεσμών της κοινωνίας των πολιτών, συμπεραίνουν ότι η επιτυχία τους πρέπει να αποδοθεί στην ικανότητά τους να γεμίζουν το κενό που αφήνει η αποτυχία της αγοράς και της κυβέρνησης.
Σύμφωνα με τις παραπάνω  διατυπώσεις, το κοινωνικό κεφάλαιο στην σύγχρονη οικονομία είναι μία θεμελιώδης αξία που διαμορφώνουν οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών και τα κοινωνικά δίκτυα, οι θεσμοί αλληλεγγύης και οι φορείς της μη κερδοσκοπικής οικονομίας.

Η κοινωνία των πολιτών, παρέχοντας αγαθά και υπηρεσίες, καταλαμβάνει ολοένα και πιο αυξανόμενο ρόλο στην οικονομία και κοινωνία. Συνυπάρχει, εξελίσσεται και αναπτύσσεται ως τρίτος πόλος ανάμεσα στις κυρίαρχες δομές της οικονομίας του κράτους και της αγοράς δημιουργώντας έτσι απασχόληση και εισοδήματα.
Δημιουργεί νέα πεδία οικονομικής δραστηριότητας και απασχόλησης.
Με την προσφορά υπηρεσιών των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, διαμορφώνεται, συγκροτείται και αναπτύσσεται το λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιο που είναι και η βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας, καθότι συμβάλλει αποφασιστικά στην πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα αλλά και στην κοινωνική αλληλεγγύη.

Αυτός ο χώρος της ανθρώπινης έκφρασης και δραστηριότητας, συγκροτεί τρεις βασικές αξίες του κοινωνικού κεφαλαίου: εμπιστοσύνη, συνεργασία, αλληλεγγύη και εμπνέεται από μετα-υλικές ανθρωπιστικές αξίες εθελοντικής προσφοράς για οικολογική και κοινοτική δράση.

Αυτές οι εκδηλώσεις κινητοποιούν ανθρώπινους πόρους και επιθυμίες που σε διαφορετική περίπτωση παραμένουν στάσιμοι και ανενεργοί.

Η καταλυτική δύναμη της οικολογίας και οι παγκόσμιες ανθρωπιστικές οργανώσεις
H φωτεινή και η σκοτεινή πλευρά.
                                                                                       
Οι οικολογικές Οργανώσεις της κοινωνίας των Πολιτών  σε παγκόσμιο επίπεδο μαζί με άλλες κατηγορίες ανθρωπιστικών Μ.Κ.Ο. έχουν αναγκάσει εθνικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς να μοιραστούν εξουσίες στην θεσμοθέτηση μέτρων για το περιβάλλον και την διάσωση των οικοσυστημάτων.
Μ’ αυτή την έννοια οι Ο.Κ.Π δεν αναγνωρίζονται μόνον ως θεσμικοί διαμεσολαβητές αλλά λειτουργούν καταλυτικά και στην διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας με περισσότερο περιβαλλοντισμό και  προγραμματισμό, στην διακυβέρνηση με αποτέλεσμα πολλές προσωπικότητες σήμερα της διεθνούς σκηνής να έχουν κάνει “σημαία” τους την οικολογία.
 Το μοίρασμα όμως, αυτής της θεσμίζουσας εξουσίας γίνεται μεταξύ των ελίτ της διαμεσολάβησης και οι θετικές επιπτώσεις δύσκολα φτάνουν σε τοπικό επίπεδο και στις τοπικές κοινωνίες που υφίστανται την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την φτώχεια. Εκεί οι οργανώσεις των πολιτών συνήθως κατακερματισμένες και χωρίς πόρους δίνουν άνισο αγώνα με τις δυνάμεις της εξουσίας και της ληστρικής εκμετάλλευσης φυσικών πόρων  -που είναι και η αντικειμενική αιτία για την υποβάθμιση του περιβάλλοντος.

Το ηθικό πλεονέκτημα για την σωτήρια της γης και των οικοσυστημάτων της.
Κάθε ιδεολογία και σύστημα αξιών επιβάλλεται με ένα ηθικό πλεονέκτημα.  Αυτό το ηθικό πλεονέκτημα έχει σήμερα η έννοια της οικολογίας.  Αναμφίβολα οι μεγάλες οικολογικές οργανώσεις, ακόμη και αν λειτουργούν ως ελίτ και χωρίς δημοκρατικές διαδικασίες έχουν το μεγάλο ηθικό πλεονέκτημα απέναντι στα κράτη και τις επιχειρήσεις από το γεγονός ότι ειδικεύονται και υπερασπίζουν τη διάσωση οικοσυστημάτων και διάφορα έμβια είδη που απειλούνται με εξαφάνιση.
Αυτό το γενικό « ηθικό πλεονέκτημα »χωρίς όμως τη δημοκρατική συμμετοχή, έχει οδηγήσει πολλές μεγάλες Μ.Κ.Ο. στο χώρο της οικολογίας στην αυταρέσκεια και στην αλαζονεία να μονοπωλούν την εκπροσώπηση και να υποτιμούν τις εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίες οικολογικές οργανώσεις, βάζοντας ταυτόχρονα εμπόδια στην συμμετοχική οικολογία και στην γνήσια εκπροσώπηση και κατ’ επέκταση στην αποτελεσματικότητα του συνολικού οικολογικού κινήματος.
Η επιλεκτική μάλιστα ακτιβιστική δράση σε ορισμένα μόνον από τα απειλούμενα είδη- ενώ απειλείται όλη η γη από την οικολογική καταστροφή, μεγάλη απόσταση έχει από μια συνολική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Ωστόσο, η μονοπώληση της αντιπροσώπευσης και της εξουσίας από ορισμένες ελίτ της οικολογίας ασφαλώς σημαίνει και τη άντληση της μερίδας του λέοντος από τους διαθέσιμους πόρους για την οικολογία.
Είτε αυτοί προέρχονται από το κράτος είτε από τις μεγάλες επιχειρήσεις
μέσω της λεγόμενης κοινωνικής εταιρικής ευθύνης. Και εδώ βέβαια βρίσκεται η πηγή του προβλήματος της “μονοπωλιακής” αντίληψης για τον έλεγχο της οικολογίας.
Η φωτεινή και η σκοτεινή πλευρά.
Έχουμε λοιπόν την φωτεινή πλευρά της οικολογίας που κινητοποιεί εθελοντικές δυνάμεις ενεργών πολιτών που στηρίζουν τις καμπάνιες και τον ακτιβισμό για οικοπροστασία αναγκάζοντας κυβερνήσεις και επιχειρήσεις να αναγνωρίσουν πολιτικές προστασίας για το περιβάλλον. Και από την άλλη πλευρά έχουμε την  συγκέντρωση εξουσίας, το δημοκρατικό έλλειμμα και η αδιαφάνεια στο χώρο της οικολογίας. Έτσι ταυτόχρονα με την αναγνώριση ενός ελπιδοφόρου κινήματος πολιτών για την οικολογία, είμαστε μάρτυρες ενός αγοραίου φαινομένου διαφήμισης και μόδας προστασίας μόνον ορισμένων ειδών του ζωικού βασιλείου. Και εδώ κλείνει ο κύκλος της αναγνωρισιμότητας.  Πρόκειται έτσι για μια απολιτική οικολογία που σνομπάρει το κράτος, τα κόμματα και τον συνδικαλισμό, ενώ λειτουργεί πιο αντιδημοκρατικά από τα κόμματα και το κράτος και δεν λογοδοτεί πουθενά, προβάλλοντας μόνο το ηθικό πλεονέκτημα της οικολογίας (ως πνευματική ιδιοκτησία) επιδιώκοντας το πολιτικό αποκλεισμό στις χιλιάδες μικρές ΜΚΟ.  Έτσι εξηγείται γιατί ο πολύς κόσμος είναι επιφυλακτικός και καχύποπτος προς τη μη κυβερνητικές οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.) εν γένει, όταν η δυνατότητα διάκρισης του αυθεντικού από το επίπλαστο δεν είναι εμφανής.
Και βέβαια έχουν ακουστεί πολλά και όχι πάντοτε άδικα για το πώς χρηματοδοτούνται και με ποιες σκοπιμότητες πολλές Μ.Κ.Ο. όπου μεγάλες επιχειρήσεις, εξαγοράζοντας περιβαλλοντική συναίνεση έναντι άλλων αψηφούν τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις στον σύγχρονο παγκόσμιο ανταγωνισμό. Σ’ ένα κόσμο που παρεπιπτώντος μετράει πολύ η εικόνα της κοινωνικής εταιρικής ευθύνης.
Το περίεργο σε αυτό που συμβαίνει και στην χώρα μας είναι, ότι τα τελευταία χρόνια για την αποτροπή της επέκτασης των ρυπογόνων μορφών ενέργειας, λιθάνθρακα, μπροστά στους αγώνες βρέθηκαν εκατοντάδες μικρές περιβαλλοντικές Μ.Κ.Ο. και οργανώσεις πολιτών, ενώ την “δόξα” και τους πόρους τους απορροφούν οι πολύ μεγάλες Μ.Κ.Ο. μαζί με τις καμπάνιες που κάνουν εταιρικά στα μίντια. Αυτό συμβαίνει πάντοτε επιλεκτικά και με “επίλεκτους” χορηγούς της διαφήμισης.

Η διαύγαση
Έχουμε να κάνουμε λοιπόν με δυο βασικές κατηγορίες στο χώρο της οικολογίας. Τις Μ.Κ.Ο. των ελίτ που θεωρούν την οικολογία πνευματική τους ιδιοκτησία και λειτουργούν συγκεντρωτικά ως μονοπωλιακές επιχειρήσεις, και αποδοκιμάζουν την συνεργασία με τις μικρότερες ελέγχοντας επικοινωνιακά το σύστημα.
Και τις μικρομεσαίες περιφερειακές και τοπικές Μ.Κ.Ο. που από το μέγεθος τους και την σύνδεση τους με τις τοπικές κοινωνίες των ενεργών πολιτών είναι διαθετιμένες να λειτουργήσουν πιο συμμετοχικά και πιο δημοκρατικά ώστε να κινητοποιήσουν ένα ευρύτερο κοινωνικό κεφάλαιο στο πλαίσιο της ανοικτής διάχυσης της γνώσης. Οφείλουμε ωστόσο να διευκρινίσουμε ότι  ο διαχωρισμός αυτός δεν είναι απόλυτος, γιατί υπάρχουν μεγάλες οργανώσεις και στελέχη τους που συμμερίζονται την ανάγκη συντονισμού και συνεργασίας σε διεθνή και περιφερειακή κλίμακα. Γι’ αυτό στις προθέσεις μας δεν είναι μια κριτική συλλήβδην των μεγάλων Μ.Κ.Ο. αλλά καταλογισμός της ευθύνης εκεί που εντοπίζεται η κύρια αιτία των αντιθέσεων. Όσοι όμως πιστεύουν στο συντονισμό και την συνεργασία οφείλουν να το αποδείξουν στη πράξη. Ο δημοκρατικός διάλογος και στο χώρο της οικολογίας απαιτεί την λογική σχέση λόγων και πράξης.

Οι επαγγελματίες και οι εθελοντές στο χώρο της οικολογίας.
Αυτό που μπερδεύει τα πράγματα και οφείλουμε να λάβουμε υπόψιν είναι ότι στο χώρο της οικολογίας υπάρχουν πλέον δυο κατηγορίες δρώντων υποκειμένων. Οι επαγγελματίες οικολόγοι και εθελοντές. Το ίδιο όπως συμβαίνει και στην πολιτική, που έχουμε επαγγελματίες πολιτικούς και πολίτες.
Οι πρώτοι προσφέρουν επιστημονική, τεχνοκρατική και οργανωτική ειδίκευση που ασφαλώς είναι απαραίτητοι και οι δεύτεροι το κοινωνικό κεφάλαιο συμμετοχής και σημαντικό μέρος οικονομικής ενίσχυσης που επίσης είναι αναγκαία συνθήκη, με τη διαφορά ότι οι πρώτοι μέσα από το ολιγαρχικό σύστημα που επικρατεί θέλουν να είναι “ηγεμόνες” της οικολογίας.
Όταν υπάρχει μια ισορροπία δύναμης στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και στις επιλογές, τότε μπορούμε να μιλάμε για οργανωμένο δημοκρατικό οικολογικό κίνημα.
Όταν ηγεμονεύουν οι επαγγελματίες και οι ειδήμονες στην καλύτερη περίπτωση δεν μπορούμε να έχουμε τίποτε περισσότερο από μια πράσινη αγορά μέσα στη ευρύτερη αγορά υπό τον έλεγχο των “μονοπωλίων” μ’ότι αυτό συνεπάγεται.
Αντικειμενικά δεν θα πρέπει να απορρίπτει κανείς τον δυναμισμό της αγοράς στην προώθηση της πράσινης επιχειρηματικότητας. Αλίμονο όμως εάν οικολογία υποκύψει πλήρως στις ανεξέλεγκτες και τυφλές πολιτικά δυνάμεις της αγοράς.
Τότε ακόμη κι αυτός ο πολιτικός καταλύτης της οικολογίας για ένα βιώσιμο κόσμο κινδυνεύει να εξουδετεροποιηθεί, και να καταλήξει όπως οι θρησκείες με το ιερατείο από μια μεριά και τους πιστούς από την άλλη να προσδοκούν μόνον την σωτηρία της ψυχής. Εδώ όμως πρόκειται για κάτι τελείως υλικό την σωτηρία της γης που δε γίνεται ασφαλώς με ικεσίες και ψαλμωδίες.
Το παιχνίδι με την μιντιακή εξουσία.
Οι επαγγελματίες και ειδήμονες στις μεγάλες Μ.Κ.Ο. που βλέπουν το χώρο της οικολογίας ως μέτοχοι πνευματικής ιδιοκτησίας, έχουν αντιληφθεί την δυναμική της νέας «αγοράς» περιβαλλοντικής ευαισθησίας και κάνουν παιχνίδι με την μιντιακή εξουσία, συνήθως προς ίδιον όφελος.
Σ’ αυτήν την συναλλαγή προωθούνται μόνον πρόσωπα, πράσινα προϊόντα και ιδέες που φέρνουν άμεση ανταλλαξιμότητα και φυσικά κέρδη, αλλά το γεγονός ότι τα κέρδη είναι μόνον για τους λίγους και δεν αφήνουν περιθώρια κοινωνικής συμμετοχής, είναι ένα ζήτημα για δημόσια κριτική γιατί η οικολογία εάν καταλήξει μόνον σε κερδοσκοπική επιχείρηση θα χάσει ένα μεγάλο μέρος από την ουσία της.
Το διαδίκτυο «σπάει» το μονοπώλιο.
Το παιχνίδι για την συμμετοχική οικολογία θα είχε ήδη χαθεί εάν δεν υπήρχε μια απρόσμενη «σύμμαχος», η τεχνολογία για τους πολλούς. Το διαδίκτυο ως επικοινωνιακό εργαλείο για όλους, και όχι μόνον για την ελίτ. Ο νέος κόσμος του internet προσφέρει ατελείωτες δυνατότητες sites, on-line εφημερίδες και επικοινωνιακές συχνότητες, όπου ακόμη και η πιο μικρή Μ.Κ.Ο. και κάθε μεμονωμένος ακτιβιστής μπορεί να εκπέμψει μήνυμα που θα βρει αποδεκτές.
Το πρόβλημα εδώ είναι το χάος και ο ωκεανός των πληροφοριών μέσα στο οποίο χάνεται ο χρήστης, και ανάγκη για συγκέντρωση και ανοικτή κωδικοποίηση πληροφοριών που μπορεί να γίνει μόνο με θεματικές πύλες. (portal). Από αυτό το σημείο πρέπει να ξεκινήσει η συνεργασία και η κοινοπραξία των Μ.Κ.Ο. για το περιβάλλον προς όφελος όλων.
Απόδειξη για του λόγου το αληθές είναι ο εσωτερικός τρόπος λειτουργίας στη διοίκηση της συντριπτικής λειτουργίας των επαγγελματικών Μ.Κ.Ο. στη διοίκηση όπου τις αποφάσεις τις παίρνουν μόνον οι επιχειρηματίες του είδους και οι εθελοντές δεν έχουν καθόλου λόγο. Στο προσανατολοσμό της δράσης οι επιχειρηματίες βέβαια καρπώνονται την προστιθεμένη αξία της προφοράς υπηρεσιών των εθελοντών κι αυτό θολώνει ακόμη περισσότερο το τοπίο.

Η κινητοποίηση για την οικοπροστασία
που οδηγεί στην πράσινη οικονομία

Φαινομενικά αυτή την περίοδο η οικολογία δεν έχει εχθρούς. Κανείς στα λόγια δεν αντιτίθεται στο αίτημα για πράσινες πόλεις την μείωση των ρύπων, και της ρυπογόνου ενέργειας. Στην πράξη όμως υπάρχουν πολλά αντιτιθέμενα συμφέροντα που χρησιμοποιούν μάλιστα τεχνοκράτες και ειδήμονες για να αποτρέψουν τον περιορισμό των ρύπων.
Η κινητοποίηση των πολιτών με αίτημα την οικοπροστασία από τους ρύπους και το πρασίνισμα των πόλεων οδηγεί στην πράσινη οικονομία τις πράσινες προμήθειες, τα πράσινα επαγγέλματα και όλη αυτή η διαδικασία μπορεί να δώσει την υλική βάση για περισσότερη περιβαλλοντική ευαισθησία και ενίσχυση της οικολογικής πολιτικής μέσα στα κόμματα και φορείς της εξουσίας.

Η κοινωνική και πράσινη οικονομία στο χώρο της αγοράς  και της αγοράς εργασίας.
Οι κυβερνήσεις και τα κόμματα με αρκετή καθυστέρηση ανακαλύπτουν ότι η πράσινη οικονομία, στην μη κερδοσκοπική κοινωνική οικονομία, και διαδικτυακή επικοινωνία και οικονομία. Για ορισμένους εισάγονται « καινά δαιμόνια » στο πλαίσιο της κυρίαρχης αγοράς. Προσφέρονται δωρεάν πληροφορίες και κάποιες δωρεάν υπηρεσίες, που “τρελαίνουν” το σύστημα πνευματικής ιδιοκτησίας.Το διαδίκτυο εξελίσσεται σ’ ένα δωρεάν ανοικτό πανεπιστήμιο σ’ όσους θέλουν να  το χρησιμοποιήσουν συστηματικά. Για πρώτη φορά υπάρχει έτσι η προοπτική για δωρεάν παιδεία και επιμόρφωση. Τεράστιες βιβλιοθήκες και βιβλία στα οποία έχουν λήξει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας προσφέρονται δωρεάν, βλέπε wikipedia. Η ίδια τεχνολογία του διαδικτύου προσφέρει δωρεάν λογισμικό.
Η επιστημονική γνώση της οικολογίας και της πράσινης επιχειρηματικότητας δεν μπορεί να είναι εμπορικό μυστικό των λίγων.
Μπορεί να γίνει εφόδιο για πολλούς να παράξουν και να διακινήσουν οικολογικά προϊόντα  και υπηρεσίες, και να δημιουργήσει νέες θέσεις απασχόλησης.

Το αντίδοτο στο μονοπώλιο της « αλήθειας » και την συγκέντρωση της εξουσίας στο χώρο της οικολογίας.
Υπάρχει λοιπόν το αντίδοτο στο μονοπώλιο της επιστημονικής « αλήθειας » για κάθε θέμα που απασχολεί για το περιβάλλον και την κοινωνία.
Το αντίδοτο είναι οι κοινοπραξίες των Μ.Κ.Ο. σε κάθε επίπεδο, περιφερειακό και τοπικό, όπως κοινοπραξία είναι πολλά portal και wikipedia στο ίντερνετ. Η συγκέντρωση ενός νέου ψηφιακού περιεχομένου με δημιουργικές δράσεις για το περιβάλλον.
Η κοινοπραξία των μικρομεσαίων οργανώσεων της κοινωνιίας πολιτών
Οι χιλιάδες μικρομεσαίες Μ.Κ.Ο. για το περιβάλλον μπορούν να σχηματίσουν θεματικές κοινοπραξίες με επικοινωνιακό και οικονομικό περιεχόμενο γεγονός που θα τους επιτρέψει να εισάγουν οργανωτικές και επιχειρηματικές καινοτομίες εκεί που η παραδοσιακή αγορά αδυνατεί να αντιληφθεί ως προτεραιότητες.
Για παράδειγμα οι πράσινες στέγες στις μεγαλουπόλεις είναι μια σημαντική ιδέα για την πράσινη επιχειρηματικότητα που βρίσκεται στο ξεκίνημα της από πρωτοβουλίες των Μ.Κ.Ο. στην Αττική.
Το ίδιο σημαντικές και με πρωτοβουλίες για την ανακύκλωση. Μεγάλη κινητοποίηση υπάρχει επίσης για τα βιολογικά προϊόντα.
Σε κάθε περίπτωση οι οικολογικές οργανώσεις αναδεικνύονται προπομπός της πράσινης επιχειρηματικότητας.
Για όλα αυτά τα θέματα είναι σκόπιμο και επωφελές  για όλους ένα συνέδριο για την συμμετοχική οικολογία.


Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ

Η Ε.Ε. είναι η πρώτη κυβερνητική διακρατική  οντότητα που αναγνώρισε επίσημα τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ως ισότιμους συνέταιρους στα δίκτυα δημόσιας πολιτικής, προφανώς γιατί μέσα από αυτές τις οργανώσεις προωθείται μια άλλη συναίνεση και η κοινή ευρωπαϊκή κουλτούρα έναντι του εθνικισμού.

Κάνοντας χώρο για ένα νέο πολιτικό συνέταιρο, οι υπερεθνικές οντότητες, όπως τα Ηνωμένα Έθνη και η Ε.Ε., είναι οι πρώτοι θεσμοί που αναγνώρισαν το ρόλο των Μ.Κ.Ο. Βέβαια, οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών έχουν ασκήσει πιέσεις για να αντιπροσωπευτούν ευρύτερα σε κάθε χώρα και στους παγκόσμιους θεσμούς, όπως τα Ηνωμένα Έθνη, η Παγκόσμια Τράπεζα, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αναγνωρίσει, έτσι, την κοινωνία των πολιτών ως «τρίτη συνιστώσα» στη διακυβέρνηση της Ένωσης, θεωρώντας ότι εκτελεί μια «ενδιάμεση λειτουργία μεταξύ του κράτους, των αγορών και των πολιτών». Κατανοείται όλο και περισσότερο ότι η ίδια η επιτυχία της Ε.Ε., ως νέου είδους ρυθμιστικού κράτους, εξαρτάται σημαντικά από το πόσο αποτελεσματικές θα είναι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών στην αντιπροσώπευση των συμφερόντων των πραγματικών εκλογικών σωμάτων, τα ενδιαφέροντα των οποίων εκτείνονται πέρα από τα τοπικά, περιφερειακά, εθνικά σύνορα, ακόμη και από τα σύνορα της Ε.Ε.

Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών φέρνουν την αληθινή «συμμετοχική δημοκρατία» στη διαδικασία της διακυβέρνησης και έτσι γίνονται κρίσιμοι παίκτες στο νέο πολιτικό πείραμα. Οι αξιωματούχοι κατανοούν ότι χωρίς τη δραστήρια και πλήρη συμμετοχή τους, η Ε.Ε. είναι πιθανό να αποτύχει. Η Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή της Ε.Ε. παρατήρησε ότι «μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την ευρωπαϊκή διακυβέρνηση είναι να εξασφαλίσει τη συμμετοχή της οργανωμένης κοινωνίας των πολιτών».

Οι συντάκτες του Ευρωσυντάγματος έχουν υιοθετήσει την αρχή της συμμετοχικής δημοκρατίας, ως συμπλήρωμα, επέκταση και εμβάθυνση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Αλλά αυτό γίνεται περισσότερο στο θεωρητικό επίπεδο των δικαιωμάτων.

Το άρθρο Ι-47 της Συνθήκης καθορίζει σαφώς ότι τα θεσμικά όργανα της Ένωσης υποχρεούνται να προωθούν τη συμμετοχική δημοκρατία. Μεταξύ άλλων, πρέπει:
- Να δίνουν στους πολίτες τη δυνατότητα να ανταλλάσσουν και να δημοσιοποιούν απόψεις, σε όλους τους τομείς δράσης της Ένωσης.
- Να διατηρούν διαφανή και τακτικό διάλογο με αντιπροσωπευτικές ενώσεις και την κοινωνία των πολιτών.
- Η ευρωπαϊκή Επιτροπή υποχρεούται να διεξάγει διαβουλεύσεις με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, προκειμένου να διασφαλίζονται η διαφάνεια και η συνοχή των δράσεων.

Το ίδιο Άρθρο, δίνει δικαίωμα σε ομάδες πολιτών, εφόσον συγκεντρώνουν υποστήριξη από ένα εκατομμύριο πολίτες, να απαιτούν από την Επιτροπή να υποβάλλει κατάλληλες προτάσεις επί θεμάτων στα οποία θεωρούν ότι απαιτείται δράση.

Το Άρθρο Ι-50 υποχρεώνει τα όργανα της Ένωσης να διεξάγουν τις εργασίες τους με πλήρη διαφάνεια. Το ίδιο άρθρο διασφαλίζει στον πολίτη δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα της Ένωσης.

Η Συνθήκη αναγνωρίζει, με τον πλέον επίσημο τρόπο, ότι μεταξύ κράτους και αγοράς υπάρχει ένας τρίτος θεσμικός χώρος, ο οποίος ορίζεται από την κοινωνία των πολιτών. Με την ενθάρρυνση της εμπλοκής του πολίτη σε δημόσιους, ιδιωτικούς και κοινωφελείς θεσμούς, επιδιώκεται η μείωση του ευρωπαϊκού δημοκρατικού ελλείμματος και η έξοδος της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας από τη σημερινή κρίση.
 Η συμμετοχική δημοκρατία ως διαδικασία και η εμπλοκή των πολιτών ως κινητήρια δύναμη, μπορούν να συμβάλουν καταλυτικά στην υπεράσπιση του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου και την επίτευξη των μακροχρόνιων πολιτικών και οικονομικών στόχων της Ενωμένης Ευρώπης. Έστω και αν η Συνθήκη τελικά ναυαγήσει, θα πρέπει να εξευρεθούν τρόποι υλοποίησης των προνοιών της για τη συμμετοχική δημοκρατία.
Όλα αυτά σημαίνουν ακόμα μια προϋπόθεση και μια επικοινωνιακή δυνατότητα στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών να πιέσουν για προοδευτικές εφαρμογές της συμμετοχικής δημοκρατίας.





Παρατηρητήριο Ο.Κ.Π
Βασίλης Τακτικός
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΤΥΑ ΚΑΙ ΕΘΕΛΟΝΤΙΣΜΟΣ



Το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής θεσμικής λειτουργίας και αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες. Τα κοινωνικά δίκτυα και ο εθελοντισμός είναι οι βασικοί συντελεστές για την συγκρότησή του. Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το οικονομικό κεφάλαιο που είναι απαραίτητο για τις επενδύσεις, δημιουργώντας εμπιστοσύνη στις συναλλαγές και μείωση του κόστους καθώς και πιστοληπτική ικανότητα. Σύμφωνα με αντίστοιχες μελέτες το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική δράση και τη νοηματοδοτεί τις συνεργασίες και τις κοινωνικές αναπτυξιακές Συμπράξεις..




Τα  τελευταία χρόνια, η σταδιακή επίγνωση ότι ούτε το κράτος ούτε η αγορά μπορούν να λύσουν, κατ' αποκλειστικότητα, τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα έχει φέρει στο προσκήνιο την έννοια του κοινωνικού κεφαλαίου, που γεφυρώνει τη δημόσια με την ιδιωτική σφαίρα. Από τους Ευρωπαίους πολιτικούς πρώτος χρησιμοποίησε τον όρο, ο Tony Blair, το 1995,

Ο όρος «κοινωνικό κεφάλαιο» χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως έννοια αλληλένδετη με την κοινωνία πολιτών, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα κοινωνικά δίκτυα και τις κοινές αξίες. Ο ορισμός του Woolcock (1998) ότι το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες τις αξίες και τα δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση βασίζεται σε αυτήν ακριβώς την αλληλεπίδραση με την κοινωνία των πολιτών. Στη διεθνή συζήτηση η σύνδεση των μη κυβερνητικών οργανώσεων με την έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» γίνεται με αναφορά κυρίως στο Τοκβιλιανό παράδειγμα, που προαναφέραμε, σύμφωνα με το οποίο η «κοινωνία των πολιτών» είναι ένας χώρος όπου οι οργανωμένοι πολίτες αξιοποιούν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι ως θεσμικό αντίβαρο στον κρατικό αυταρχισμό, ως δύναμη εκδημοκρατισμού «από τα κάτω», ως «σχολείο δημοκρατίας», ως μέθοδο παραγωγής «κοινωνικού κεφαλαίου» και ακόμη ως όχημα για κοινωνικές δράσεις που συμβάλλουν στο «κοινό καλό».

Πιο απλά, η διαρκής αναβάθμιση σε συνάρτηση με την προσφορά υπηρεσιών από την πλευρά των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών διαμορφώνει, συγκεντρώνει και αναπτύσσει το «κοινωνικό κεφάλαιο» που δεν είναι άλλο από τον συνεργατισμό, τον εθελοντισμό και τους θεσμούς αλληλεγγύης που ενώ δεν αποσκοπούν στο κέρδος, συμβάλλουν στο κοινωνικό εισόδημα και αποφέρουν κοινωνικό όφελος κι απασχόληση ενσωματώνοντας την κοινωνική εταιρική ευθύνη. Υπό αυτό το πρίσμα το Κοινωνικό Κεφάλαιο μπορεί να ορισθεί ως συσσώρευση συλλογικής γνώσης οργανωτικής κουλτούρας, αλληλεγγύης, κοινής εμπιστοσύνης και δημιουργικής θεσμικής λειτουργίας και αναπτύσσει κοινωνικές δεξιότητες. Το κοινωνικό κεφάλαιο συμπληρώνει και υποκαθιστά σε μεγάλο βαθμό το οικονομικό κεφάλαιο στις επενδύσεις, δημιουργώντας εμπιστοσύνη και πιστοληπτική ικανότητα, αποτελεί θεμελιώδη αξία η οποία διαμορφώνεται συνεργατικά από τις οργανώσεις της κοινωνίας των  πολιτών, τα κοινωνικά δίκτυα και τους θεσμούς αλληλεγγύης, συμβάλλει αποφασιστικά στην πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα αλλά και στην κοινωνική αλληλεγγύη, αποτελεί τη βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας και διαθέτει κοινά χαρακτηριστικά  με άλλες μορφές κεφαλαίου, γιατί κάποιος μπορεί να επενδύσει σε αυτό προκειμένου να αποκομίσει οφέλη αργότερα

Το Κοινωνικό Κεφάλαιο δεν είναι περιουσία μιας οργάνωσης, μιας επιχείρησης, της αγοράς ή του κράτους,  παρόλο που όλοι μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία του. Είναι  μια διαδικασία «εκ των κάτω» και αφορά πολίτες, ίδιας ή διαφορετικής καταγωγής και κουλτούρας,  που συνδέονται κοινωνικά και δημιουργούν δίκτυα και ενώσεις. Σύμφωνα με τον ορισμό της Παγκόσμιας Τράπεζας, το κοινωνικό κεφάλαιο είναι η συνεκτική «κόλλα» που κρατά δεμένες  τις κοινωνίες. Είναι ζήτημα κοινωνικοποίησης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο αλλά και ικανότητα για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεων που πηγαίνουν την κοινωνία μπροστά, περιλαμβάνοντας όλο το πλέγμα σχέσεων, θεσμών και κανόνων που διαμορφώνουν την ποιότητα των κοινωνικών αλληλοσυσχετίσεων και ωφελειών και έχει την ίδια βαρύτητα με το οικονομικό, το φυσικό ή  το ανθρώπινο κεφάλαιο σε ένα κόσμο με ορθολογική οικονομική θεώρηση.

Παγκόσμιοι οργανισμοί αναγνωρίζουν πλέον τον σημαντικό πολλαπλασιαστικό ρόλο του κοινωνικού κεφαλαίου, του εθελοντισμού και των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών και προσφέρουν κίνητρα για την ανάπτυξή τους. Η σύγχρονη προοδευτική πολιτική, οι επιχειρήσεις αλλά και η τοπική αυτοδιοίκηση έχουν πολλούς και σπουδαίους λόγους για να επενδύσουν στην ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου. Για παράδειγμα, η ίδια η Παγκόσμια Τράπεζα συνεργάζεται συχνά με κυβερνήσεις κρατών, έχοντας σαν στόχο την αναζήτηση ευκαιριών όσον αφορά τον σχεδιασμό και την εκτέλεση των χρηματοδοτικών της προγραμμάτων με τη συμμετοχή μη-κυβερνητικών οργανισμών και την αξιοποίηση του προσφερόμενου κοινωνικού κεφαλαίου μιας περιοχής. Αντίθετα, η έλλειψη του απαιτούμενου κοινωνικού κεφαλαίου πρέπει να αναπληρώνεται με άλλους τρόπους, συνηθέστερα με χρονοβόρες διαπραγματεύσεις και ένα πλήθος πολύπλοκων κανονισμών και νομικών ρυθμίσεων, που στοιχίζουν χρόνο και χρήμα και ουσιαστικά αποτελούν έμμεση μορφή φορολόγησης.

Σύμφωνα πάντα με την Παγκόσμια Τράπεζα η οποία πραγματοποιεί έρευνες χρησιμοποιώντας   ποσοτικές μεθόδους συλλογής στοιχείων και ανάλυσης της εμπιστοσύνης και της αλληλεγγύης των ομάδων και των δικτύων, της συλλογικής δράσης, της συνεργασίας και της πολιτικής συμμετοχής, υπάρχουν μετρήσιμες ενδείξεις ότι σε μακροοικονομικό επίπεδο, η μετανάστευση, το εμπόριο,  οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις, η οικονομική ανάπτυξη, η ασφάλεια,  ακόμη και το πως επιδρούν οι νέες τεχνολογίες. επηρεάζεται από την αλληλοεπίδραση μεταξύ των ανθρώπων  και εν ολίγοις,    καταλήγει στο συμπέρασμα  ότι το κοινωνικό κεφάλαιο,  ενώ ανήκει στην μικροοικονομία επηρεάζει ακόμη και μακροοικονομικούς συντελεστές. Επομένως το κοινωνικό κεφάλαιο μπορεί να μετρηθεί,  και παράλληλα μπορούνε να υπολογιστούν τα οφέλη που συνεπάγεται.

Το κοινωνικό κεφάλαιο μειώνει το κόστος προσαρμογής μιας επένδυσης τοπικού χαρακτήρα και επομένως μειώνει ταυτόχρονα το κόστος των ανταλλαγών. Με αυτή την έννοια η ύπαρξη συγκροτημένου κοινωνικού κεφαλαίου, δηλαδή αλληλέγγυας κοινωνίας πολιτών, διευκολύνει την εισροή  οικονομικού κεφαλαίου και στη συνέχεια διευκολύνει την βιωσιμότητα των επενδύσεων προς όφελος της κοινότητας. Έτσι, λαμβάνοντας υπ’ όψη τις προσεγγίσεις της οικονομικής ανάπτυξης με βάση τις θεωρίες του κοινωνικού κεφαλαίου, μπορούμε να ερμηνεύσουμε για ποιο λόγο ορισμένες γεωγραφικές περιοχές και κράτη έχουν τόσο διαφορετικούς βαθμούς ανάπτυξης και να κατανοήσουμε, ως ένα σημείο, την οικονομική καθυστέρηση χωρών με μακρά παράδοση κρατισμού και περιορισμένη κοινωνία πολιτών, έναντι άλλων. Υπό αυτό το πρίσμα, οι διαφορές στον βαθμό ανάπτυξης δεν δικαιολογούνται αποκλειστικά και μόνον με βάση το σημείο εκκίνησης της οικονομίας αλλά επηρεάζονται από την ύπαρξη ή όχι κοινωνικού κεφαλαίου δηλαδή οργανωμένης και δραστήριας κοινωνίας πολιτών.

Σύμφωνα με ανάλογες μελέτες το κοινωνικό κεφάλαιο είναι έννοια σύμφυτη με την κοινωνική δομή, διευκολύνει την ατομική δράση και τη νοηματοδοτεί στο κοινωνικό πλαίσιο. Παράλληλα, το κοινωνικό κεφάλαιο απαρτίζεται από επικαλυπτόμενα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία διαθέτουν κοινές αξίες, εμπιστοσύνη και κοινά κριτήρια αποφάσεων.

Αναζητώντας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του κοινωνικού κεφαλαίου και της οργανωμένης κοινωνίας πολιτών θα λέγαμε ότι το κριτήριο της εμπιστοσύνης είναι το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι κοινοτήτων χωρίς συνοχή. Σε δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της αμοιβαιότητας και της αλληλεγγύης που συμβάλλει στην ατομική ευημερία, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία ή άλλους πόρους, οι οποίοι αυξάνουν τις ευκαιρίες ατομικής ολοκλήρωσης.

Με αυτή την έννοια υπάρχουν τρεις βασικές παράμετροι οι οποίες μεγιστοποιούν το  κοινωνικό κεφαλαίο:
Η εμπιστοσύνη, η οποία οικοδομείται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και διασφαλίζει ότι οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των μελών θα διεκπεραιωθούν ομαλά
Η πληροφορία, η οποία διοχετεύεται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και τις κανονιστικές ρυθμίσεις και κυρώσεις που επιβάλλονται στα μέλη των δικτύων, και
Η συνεργασία, την οποία εξασφαλίζουν οι ανθρώπινες κοινότητες

Παρόλο που το κοινωνικό κεφάλαιο διαθέτει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τις άλλες μορφές κεφαλαίου, είναι ριζικά διαφορετικό κατά την άποψη ότι η δημιουργία του προϋποθέτει αλληλοεπίδραση μεταξύ μιας μεγάλης ομάδας ανθρώπων. Η σχετική βιβλιογραφία έχει καταδείξει ότι πρόκειται για μια περίπλοκη διαδικασία που επηρεάζεται  από ιστορικούς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες,  καθώς και από το κυρίαρχο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης.  Το Κοινωνικό Κεφάλαιο αυξάνει,  όταν οι άνθρωποι συνεργάζονται σε εθελοντικές οργανώσεις  και όταν επικοινωνούν μεταξύ τους αυτό  επιτυγχάνεται με:
Εθελοντική συμμετοχή σε δίκτυα, ατόμων ή ομάδων, στη βάση της ισότητας των μελών. Το κοινωνικό κεφάλαιο αφορά οριζόντιες σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινότητας και της οικογένειας αλλά και κάθετες μεταξύ των κοινοτήτων και των διαφόρων θεσμών και φορέων και κυβερνητικών. Έχει άλλωστε αναπτυχθεί και σχετική θεωρία,  γνωστή ως «Θεωρία των Δικτύων».
Αμοιβαιότητα: Τα άτομα παρέχουν υπηρεσίες στους άλλους ή ενεργούν προς όφελος  άλλων με προσωπικό κόστος, προσδοκώντας,  γενικώς και αορίστως,  ότι θα υπάρξει ανταπόδοση σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο στο μέλλον,  όταν οι ίδιοι θα το χρειάζονται. Δημιουργείται, δηλαδή, ένας συνδυασμός βραχυπρόθεσμου αλτρουισμού και μακροπρόθεσμου συμφέροντος.
Εμπιστοσύνη: Η εμπιστοσύνη επιτρέπει την ανάληψη ρίσκου, όταν υπάρχει η πεποίθηση ότι οι άλλοι θα αντιδράσουν θετικά και υποστηρικτικά  ή τουλάχιστον δεν θα υπονομεύσουν την πρωτοβουλία.» Η εμπιστοσύνης είναι εξαιρετικά σημαντική ακόμη και στο επίπεδο του κράτους, όπου  όσο μεγαλύτερη κοινωνική συναίνεση υπάρχει, δηλαδή μεγαλύτερη εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, τόσο μεγαλύτερη  η πρόοδος της χώρας.
Κανόνες (νόρμες): Συνήθως είναι άγραφοι αλλά κατανοητοί κοινωνικοί κανόνες και αρχές που παρέχουν το πλαίσιο για ανεπίσημο κοινωνικό έλεγχο, χωρίς την προσφυγή σε θεσμικές διαδικασίες επιβολής κυρώσεων. Πολλοί υποστηρίζουν, ότι, όπου υπάρχει ισχυρό κοινωνικό κεφάλαιο, εκεί η εγκληματικότητα καθώς και η ανάγκη για αστυνόμευση είναι χαμηλή. 
Κοινότητα: Το συνδυασμένο αποτέλεσμα  της εμπιστοσύνης, των δικτύων, των κανόνων και της αμοιβαιότητας δημιουργεί μια ισχυρή κοινότητα, ικανή να απομακρύνει τον κίνδυνο οποιουδήποτε επίδοξου οπορτουνιστή που θα επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί το κοινωνικό κεφάλαιο της κοινότητας,  χωρίς ο ίδιος να έχει προσφέρει. Η κοινότητα δεν είναι ιδιοκτησία κανενός,  αλλά αξιοποιείται από όλους. Μόνο όπου υπάρχει ένα ισχυρό έθος εμπιστοσύνης, αμοιβαιότητας και αποτελεσματικών κοινωνικών κυρώσεων εναντίον των παραβατών και των «εισβολέων»,  η κοινότητα μπορεί να διατηρηθεί στο διηνεκές προς όφελος όλων.
Ανθρώπινο και Κοινωνικό Κεφάλαιο: Όπως έχουμε ήδη αναλύσει, το ανθρώπινο κεφάλαιο αντιπροσωπεύει πολύτιμους πόρους,  όπως είναι η  γνώση κι οι  δεξιότητες  που εκπορεύονται από την εκπαίδευση, την κατάρτιση και την εμπειρία.  Μερικά είδη ανθρώπινου κεφαλαίου, όπως η ομαδική εργασία  και η ικανότητα επικοινωνίας λειτουργούν υποστηρικτικά προς το κοινωνικό κεφάλαιο. Επομένως επενδύσεις στο ανθρώπινο κεφάλαιο συμβάλλουν στην ανάπτυξη και των δύο τύπων κεφαλαίου.

Στην εξέταση του ρόλου του κοινωνικού κεφαλαίου είναι χρήσιμο να λάβουμε υπόψη τους τρεις βασικούς τύπους του κοινωνικού  κεφαλαίου, όπως προσδιορίζονται από τους ειδικούς:
BONDING: Οι δεσμοί μεταξύ μελών της οικογένειας, μελών ίδιας ομάδας, ή φίλων (Οι οικείοι).
BRIDGING: Η γεφύρωση των διαφορών και η διάδραση μεταξύ διαφορετικών εθνοτικών ομάδων, ηλικιών, συνεργατών ή και κρατών. (Διαπολιτισμική συνεργασία).
LINKING: Η σύνδεση κι η κάθετη επικοινωνία μεταξύ διαφόρων και διαφορετικών κοινωνικών ή/και πολιτικών επιπέδων. (Πελατειακές σχέσεις).

Μέχρι τώρα έχουμε αναφερθεί  μόνο τα θετικά στοιχεία του κοινωνικού κεφαλαίου. Ωστόσο, η σχετική βιβλιογραφία, αλλά και η εμπειρία που όλοι διαθέτουμε από την  καθημερινότητά μας, αποκαλύπτει ότι μια σειρά από ατυχείς χειρισμούς μπορεί να προκαλέσει την απαξίωση του κοινωνικού κεφαλαίου, όπως άλλωστε μπορεί να συμβεί και  με τις άλλες μορφές κεφαλαίου. Κοινή είναι η διαπίστωση ότι συχνά δημιουργούνται προβλήματα,  όταν μια ομάδα χρησιμοποιεί το κεφάλαιό της εναντίον των άλλων για λόγους στενού προσωπικού ή εγωιστικού συμφέροντος.  Είναι λοιπόν αναγκαίο να είναι κανείς ενήμερος για τις ενδεχόμενες αρνητικές πλευρές του,  όταν πρόκειται να σχεδιάσει πολιτικές για την ανάπτυξη του κοινωνικού κεφαλαίου, ιδιαίτερα όταν επιθυμεί να φωτίσει τις θετικές και αρνητικές πλευρές του κοινωνικού κεφαλαίου.

Κλασσικό παράδειγμα απαξίωσης του κοινωνικού κεφαλαίου είναι τα δίκτυα ή ενώσεις που στήνονται με σκοπό να προωθηθούν  στενά συντεχνιακά συμφέροντα,   που υπονομεύουν το γενικό συμφέρον και την κοινωνική ευημερία. Άλλωστε, δύο αιώνες πριν,  ο  μεγάλος οικονομολόγος Adam Smith είχε  προειδοποιήσει,   ότι άνθρωποι του ιδίου επαγγέλματος ή τέχνης  έχουν την δύναμη να συνωμοτήσουν εναντίον του δημοσίου συμφέροντος και να μηχανορραφήσουν προκειμένου να ανεβάσουν τις τιμές ή να χειραγωγήσουν την αγορά. Στους νεώτερους χρόνους ο  Markur Olson (1982) επεσήμανε επίσης τη δράση   συντεχνιακών και λομπίστικων  οργανώσεων που καθιστούν τις οικονομίες λιγότερο αποτελεσματικές.

Χρειάζεται λοιπόν να γίνει διάκριση ανάμεσα στο κοινωνικό κεφάλαιο ως δημόσιο αγαθό και στο κοινωνικό κεφάλαιο ως λόμπυ που προωθεί τα συμφέροντα μιας ομάδας εις βάρος άλλων. Άρα, για να μην καταντά τελικά αντιαναπτυξιακό το κοινωνικό κεφάλαιο, πρέπει να διαχέεται στο σύνολο της κοινωνίας.  Οι επιφυλάξεις ασφαλώς αφορούν ένα ευρύ φάσμα δραστηριοτήτων,  από τις συνδικαλιστικές ενώσεις μέχρι τα φιλανθρωπικά σωματεία καθώς επίσης τις κάθε είδους  κάθετες επίσης σχέσεις, κυρίως ανάμεσα σε πολίτες ή οργανώσεις,  με πολιτικά δίκτυα και κόμματα οι οποίες συχνά καταλήγουν σε πελατειακές σχέσεις. Μιλώντας για το αρνητικό κοινωνικό κεφάλαιο δεν πρέπει να ξεχνάμε και τα εγκληματικά και τρομοκρατικά διεθνή δίκτυα -τύπου μαφίας ή al caida- τα οποία χρησιμοποιούν το   κεφάλαιό τους για την εξυπηρέτηση των εγκληματικών σκοπών τους.

Η μεγάλη πρόκληση για την έρευνα και την θεωρία του κοινωνικού κεφαλαίου είναι ο εντοπισμός και η ανάδειξη των  όρων  και των προϋποθέσεων  υπό τους οποίους μπορούν να αξιοποιηθούν οι πραγματικά πολλές θετικές πλευρές του και ταυτόχρονα  να περιορισθούν ή να εξαλειφθούν οι αρνητικές που άλλωστε είναι σημαντικά λιγότερες.

Ο εθελοντισμός ως συντελεστής συγκρότησης του κοινωνικού κεφαλαίου
Ο εθελοντισμός στην εποχή μας, ως βασικός συντελεστής δημιουργίας κοινωνικού κεφαλαίου, είναι κλειδί της εναλλακτικής ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας και της απασχόλησης, δημιουργώντας προστιθέμενη αξία στην οικονομία.
Ο όρος κοινωνικό κεφάλαιο χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο ως έννοια αλληλένδετη με την κοινότητα, αλλά δεν περιορίζεται σε αυτήν, εφόσον περιλαμβάνει τόσο τα τυπικά, όσο και τα άτυπα δίκτυα και τις κοινές αξίες. Ο ορισμός  για το κοινωνικό κεφάλαιο που περιλαμβάνει όλες τις αξίες και δίκτυα που διευκολύνουν την ομαδική δράση βασίζεται σε αυτή του τη σχέση με την κοινωνία των πολιτών.
Το κοινωνικό κεφάλαιο λοιπόν είναι ζήτημα κοινωνικοποίησης της γνώσης, εμπιστοσύνης και συνεργασίας σε τοπικό επίπεδο και ικανότητα για καινοτόμες πολιτικές επενδύσεων που πηγαίνουν την κοινωνία μπροστά.
Από τον πατριωτικό φιλανθρωπικό και τοπικό εθελοντισμό με τις μη χρηματικές ανταλλαγές που κυριαρχούσε στις παλαιότερες γενιές έχουμε περάσει σε ένα πολυδιάστατο-οικουμενικό, ανθρωπιστικό και οικολογικό εθελοντισμό με αυτονομία δράσης από την αγορά και κράτος που ωστόσο λειτουργεί συμπληρωματικά και καλύπτει τα κενά της οικονομίας

Ο εθελοντισμός σήμερα δεν είναι μόνον συναίσθημα αλληλεγγύης, αλλά λογική διαδικασία με ανταποδοτικότητα στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας.

Δεν αναγνωρίζεται πλέον μόνο ως πράξη φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης σε εκδηλώσεις εκτάκτου ανάγκης, όπως κυρίως συν έβαινε σε κοινωνίες του παρελθόντος, αλλά και ως θεσμική δραστηριότητα που παράγει και διαδίδει διαρκή αγαθά στον πολιτισμό, στο περιβάλλον και στην κοινωνική μέριμνα, ως χώρος που αναπτύσσει του ανθρώπινου πόρους και συνθέτει και  εμπλουτίζει το κοινωνικό κεφάλαιο.



Ποιοι είναι οι ενδογενείς περιορισμοί που δεν επιτρέπουν στο κράτος και στην αγορά να αξιοποιήσει ολόκληρο το δυναμικό της κοινωνίας;

Η απάντηση είναι ότι υπάρχουν περιορισμοί της αγοράς και της μισθωτής εργασίας καθώς οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν εκεί που δεν διαφαίνονται σημαντικά κέρδη. Το κράτος  από την άλλη πλευρά με τον δημοσιοϋπαλληλικό χαρακτήρα της εργασίας αδυνατεί να επεκταθεί στην επιχειρηματικότητα και να δημιουργήσει περαιτέρω απασχόληση.

Ο τρίτος τομέας της οικονομίας ενσωματώνοντας τον εθελοντισμό ως αξία μπορεί να κινητοποιήσει την επιχειρηματικότητα χωρίς να είναι απαραίτητη η κερδοφορία.

Αυτές οι συνθήκες εθελοντισμού και προσφοράς υπηρεσιών δεν υπήρχαν στο παρελθόν στις προβιομηχανικές και βιομηχανικές κοινωνίες, τουλάχιστον σε αυτή την έκταση, πέραν της εκκλησίας, και της φιλανθρωπίας, όπου δεν μπορούσαν να ευδοκιμήσουν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της κοινωνικής οικονομίας.


Αντικειμενικά δεν μπορούσε να υπάρξει εθελοντικό κομμάτι της αγροτικής οικονομίας και εθελοντικό κομμάτι της βιομηχανίας ενώ σήμερα δύναται να μιλήσουμε για εθελοντισμό για παράδειγμα στην πράσινη επιχειρηματικότητα, αφού έχει καταδειχθεί ότι οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών είναι ο προπομπός αυτής της μορφής επιχειρηματικότητας.

Η διαφοροποίηση του φαινομένου σε σχέση με το παρελθόν αξίζει να σημειωθεί ως θεωρητική βάση; για το σχεδιασμό αναπτυξιακών πρωτοβουλιών στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας, σε έναν τομέα που  αναγνωρίζεται από την Ε.Ε. και από όλα τα κράτη που έχουν διαμορφώσει ξεχωριστούς θεσμούς για την προώθηση αυτού του σκοπού.

Έτσι στο πλαίσιο της κοινωνικής οικονομίας ο εθελοντισμός διαμορφώνει ένα ευνοϊκό περιβάλλον που γίνεται κινητήρια δύναμη της κοινωνικής οικονομίας στο πλαίσιο των μη κερδοσκοπικών εταιρειών και της κοινωνικής εταιρικής ευθύνης


Η μείωση κόστους συναλλαγών
Η «αυθόρμητη κοινωνικότητα» (spontaneous sociability) μειώνει σημαντικά το κόστος των συναλλαγών (transaction costs), επιταχύνοντας τις συναλλαγές.

Η οργανωμένη κοινωνικότητα με όραμα, και αναπτυξιακούς στόχους σε μια περιοχή προσφέρει συγκριτικό πλεονέκτημα στις επενδύσεις.

Αντίθετα, η έλλειψη του απαιτούμενου κοινωνικού κεφαλαίου πρέπει να αναπληρώνεται με άλλους τρόπους, συνηθέστερα με χρονοβόρες διαπραγματεύσεις και ένα πλήθος πολύπλοκων κανονισμών και νομικών ρυθμίσεων, που ουσιαστικά αποτελούν μορφή φορολόγησης.

Με άλλα λόγια το κοινωνικό κεφάλαιο   μειώνει το κόστους προσαρμογής της επένδυσης και μειώνει το κόστος των ανταλλαγών. Με αυτή την έννοια η ύπαρξη συγκροτημένου κοινωνικού κεφαλαίου διευκολύνει την εισροή  οικονομικού κεφαλαίου και την βιωσιμότητα της επένδυσης στη συνέχεια.

Σε δίκτυα με υψηλό επίπεδο κοινωνικού κεφαλαίου επικρατεί η αρχή της αμοιβαιότητας που συμβάλλει στην ατομική ευημερία, δεδομένου ότι οι συμμετέχοντες έχουν ευχερέστερη πρόσβαση στην πληροφορία ή άλλους πόρους, οι οποίοι αυξάνουν τις ευκαιρίες ατομικής ολοκλήρωσης.

Με αυτή την έννοια υπάρχουν τρεις παράμετροι του κοινωνικού κεφαλαίου: της εμπιστοσύνης που οικοδομείται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και διασφαλίζει ότι οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα των μελών θα διεκπεραιωθούν ομαλά, της πληροφορίας που διοχετεύεται μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα και των κανονιστικών ρυθμίσεων και κυρώσεων που επιβάλλονται στα μέλη των δικτύων, και της συνεργασίας που εξασφαλίζουν οι ανθρώπινες κοινότητες.

Οι οικολογικές οργανώσεις προπομπός της πράσινης επιχειρηματικότητας
Οι κυβερνήσεις και τα κόμματα με αρκετή καθυστέρηση ανακαλύπτουν τον δυναμισμό, στην μη κερδοσκοπική κοινωνική οικονομία, που αναπτύσσεται μέσα από τους θεσμούς αλληλεγγύης, την πράσινη και πολιτιστική επιχειρηματικότητα. Για ορισμένους εισάγονται « καινά δαιμόνια » στο πλαίσιο της κυρίαρχης αγοράς. Προσφέρονται δωρεάν πληροφορίες και κάποιες δωρεάν υπηρεσίες, που “τρελαίνουν” το σύστημα πνευματικής ιδιοκτησίας.

Το διαδίκτυο εξελίσσεται σ’ ένα δωρεάν ανοικτό πανεπιστήμιο σ’ όσους θέλουν να  το χρησιμοποιήσουν συστηματικά. Για πρώτη φορά υπάρχει έτσι η προοπτική για δωρεάν παιδεία και επιμόρφωση. Τεράστιες βιβλιοθήκες και βιβλία στα οποία έχουν λήξει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας προσφέρονται δωρεάν, βλέπε wikipedia. Η ίδια τεχνολογία του διαδικτύου προσφέρει δωρεάν λογισμικό.

Με αυτή την πρακτική η επιστημονική γνώση της οικολογίας και της πράσινης επιχειρηματικότητας δεν μπορεί να είναι εμπορικό μυστικό των λίγων.

Μπορεί να γίνει εφόδιο για πολλούς να παράξουν και να διακινήσουν οικολογικά προϊόντα  και υπηρεσίες, και να δημιουργήσει νέες θέσεις απασχόλησης.

Διαπιστώνουμε έτσι ότι μια νέα αναδυόμενη αγορά με αυξανόμενη ζήτηση σε πράσινα προϊόντα, πράσινα επαγγέλματα και υπηρεσίες, έχει γίνει τελευταία αισθητή και στην χώρα μας.

Κι αυτό είναι το πιο παρήγορο και ταυτόχρονα ελπιδοφόρο μήνυμα πέρα από την «μοδάτη» περιβαλλοντική ευαισθησία που λανσάρουν τα τηλεοπτικά μας κανάλια πολλές φορές δίχως αντίκρισμα αποτελεσμάτων.

Χρειαζόμαστε μια άλλη πράσινη οικονομία, πράσινες επενδύσεις και πράσινη επιχειρηματικότητα για ν ’αντιμετωπιστεί η γενεσιουργός αιτία της καταστροφής του περιβάλλοντος στην ρίζα του ,στην αιτία της εκτροπής για την κοινωνία, που είναι ίδια, μ’ αυτή της παγκόσμιας φτώχειας.

Οι παρενέργειες στην οικονομία αρχίζουν με τη  συγκέντρωση της ενέργειας, του πλούτου και της υψηλής τεχνογνωσίας από οικονομικές ολιγαρχίες, που αδιαφορούν για το περιβάλλον και κάνουν τις κοινωνίες ανίσχυρες, κι αυτό είναι η θεμελιώδης αιτία της εκτροπής των πραγμάτων.

Στον αντίποδα των ανεξέλεγκτων μηχανισμών της παγκόσμιας αγοράς, οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών προβάλλοντας ένα άλλον καταναλωτικό πρότυπο και μια νέα τεχνογνωσία που απευθύνεται στους πολλούς και προς τα κάτω στην κοινωνία είναι προπομπός της πράσινης επιχειρηματικότητας, των φιλικών προς το περιβάλλον επαγγελμάτων και εν τέλει της απασχόλησης για πολλές κοινωνικά αποκλεισμένες αμάδες, με την ανακύκλωση, τις ήπιες μορφές ενέργειας, τις πράσινες πόλεις, τα βιολογικά προϊόντα.

Μέσα από αυτή την αναπτυξιακή περιήγηση και διαδρομή καταλήγουμε πάλι στην ανάγκη να επενδύσουν οι κυβερνήσεις και η τοπική αυτοδιοίκηση στο λεγόμενο κοινωνικό κεφάλαιο.

Η κοινωνική και πράσινη οικονομία στο χώρο της αγοράς  και της αγοράς εργασίας.

Το αντίδοτο στο μονοπώλιο της « αλήθειας » και την συγκέντρωση της εξουσίας στο χώρο της οικολογίας είναι οι κοινοπραξίες των Μ.Κ.Ο. σε κάθε επίπεδο, περιφερειακό και τοπικό, όπως κοινοπραξία είναι πολλά portal και wikipedia στο ίντερνετ. Η συγκέντρωση ενός νέου ψηφιακού περιεχομένου με δημιουργικές δράσεις για το περιβάλλον.


Η κοινοπραξία των μικρομεσαίων Μ.Κ.Ο. για το περιβάλλον
Οι χιλιάδες μικρομεσαίες Μ.Κ.Ο. για το περιβάλλον μπορούν να σχηματίσουν θεματικές κοινοπραξίες με επικοινωνιακό και οικονομικό περιεχόμενο γεγονός που θα τους επιτρέψει να εισάγουν οργανωτικές και επιχειρηματικές καινοτομίες εκεί που η παραδοσιακή αγορά αδυνατεί να αντιληφθεί ως προτεραιότητες.

Για παράδειγμα οι πράσινες στέγες στις μεγαλουπόλεις είναι μια σημαντική ιδέα για την πράσινη επιχειρηματικότητα που βρίσκεται στο ξεκίνημα της από πρωτοβουλίες των Μ.Κ.Ο. στην Αττική.

Το ίδιο σημαντικές είναι και οι πρωτοβουλίες για την ανακύκλωση. Μεγάλη κινητοποίηση υπάρχει επίσης για τα βιολογικά προϊόντα. Η οικοανάπτυξη στην ύπαιθρο με βάση τον αγροτουρισμό είναι ένα άλλο παράδειγμα.

Σε κάθε περίπτωση οι οικολογικές οργανώσεις αναδεικνύονται προπομπός της πράσινης επιχειρηματικότητας.



Γιατί τα κοινωνικά δίκτυα είναι εκείνα που δημιουργούν κοινωνικό κεφάλαιο και μειώνουν το κόστος της γραφειοκρατίας και των αλλαγών.
Τα Κοινωνικά Δίκτυα
Συναφής προς τον όρο κοινωνικό κεφάλαιο είναι η έννοια των κοινωνικών δικτύων. Ως κοινωνικά δίκτυα μπορούν να οριστούν τα «πολυδιάστατα συστήματα επικοινωνίας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης πρακτικής και της κοινωνικής ταυτότητας. Τα κοινωνικά δίκτυα ορίζονται άλλωστε και ως άθροισμα των προσωπικών επαφών μέσω των οποίων το άτομο διατηρεί την κοινωνική του ταυτότητα, λαμβάνει συναισθηματική υποστήριξη, υλική ενίσχυση και συμμετοχή στις υπηρεσίες, έχει πρόσβαση στις πληροφορίες και δημιουργεί νέες κοινωνικές επαφές, και αναπτύσσεται.

Οι εμπειρικές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι όσο μεγαλύτερο είναι ένα δίκτυο και όσο συχνότερη η επαφή των μελών του τόσο πιο αποτελεσματική είναι η βοήθεια που προσφέρουν για παράδειγμα στην εξασφάλιση επαγγελματικών ευκαιριών και απασχόλησης στα μέλη τους όταν το χρειάζονται.

Από την άλλη πλευρά τα κοινωνικά δίκτυα μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες τόσο στους εργαζόμενους όσο και στις επιχειρήσεις αυξάνοντας την παραγωγικότητα.

Έτσι καταλήγουμε ότι σημαντική επίδραση στην εξεύρεση εργασίας σε μια περιοχή παίζει το κοινωνικό κεφάλαιο εφόσον αλληλεπιδρά με τα κοινωνικά δίκτυα. Έρευνες επίσης έχουν δείξει ότι απλή συμμετοχή σε συλλόγους και σωματεία, αυξάνουν σημαντικά τον αριθμό των συνδέσμων των κοινωνικών δικτύων και κατά συνέπεια τις πιθανότητες απασχόλησης.
Σε όλες τις προαναφερθείσες έρευνες η συμβολή τους κρίνεται ως καθοριστική, ειδικά ως πηγή άντλησης πληροφοριών, δεδομένου ότι οι νέοι δεν έχουν διαμορφώσει μια σαφή στρατηγική σχετικά με την επαγγελματική τους αποκατάσταση.

Η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου συσχετίζεται άμεσα με τη συμμετοχή στα κοινά, και τα κοινωνικά δίκτυα είναι οι νέες μορφές οργάνωσης που εξασφαλίζουν ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά αλλά και στις παραγωγικές και οικονομικές λειτουργίες της κοινωνίας



Σχετική πρόταση μας αναφέρεται παρακάτω που έχει κατατεθεί για το πρόγραμμα «Καλλικράτης».
Στο Υπουργείο Εργασίας το οποίο διαχειρίζεται το μεγαλύτερο μέρος του ΕΚΤ για την ενίσχυση της απασχόλησης και κυρίως των μειονεκτικών ομάδων τίποτε δεν έχει ξεκινήσει ακόμη, 3 χρόνια μετά την έναρξη του προγράμματος και καμία διαβούλευση δεν έχει γίνει με τις οργανώσεις της ΚτΠ.



Από την άλλη πλευρά στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής που διαχειρίζεται πόρους του ΕΣΠΑ για την περιβαλλοντική ευαισθητοποίηση, μολονότι στα ΄θέματα διοίκησης προστασίας του περιβάλλοντος κάνει τομές σε σχέση με τις ΚτΠ εκδηλώνει μια αντίληψη ακτιβισμού που απέχει από μια πολιτική στρατηγική που χρειάζεται για την ενεργοποίηση όλου του κοινωνικού κεφαλαίου για την πράσινη ανάπτυξη.


Το Υπουργείο πάει να γίνει ακτιβιστής, να μιμηθεί τις εκστρατείες οργανώνοντας το ίδιο ομάδες ακτιβιστών. Αυτό όμως δεν είναι η δουλειά του Υπουργείου να γίνει ακτιβιστής , αλλά να οργανώσει θεσμικά την χώρα και να διαμορφώσει ένα επιχειρησιακό σχέδιο δράσης για τους Δήμους και τις ΜΚΟ τους εθελοντές και ακτιβιστές ενισχύοντας στην πράξη με δυνατότητες διοικητική μεταρρύθμιση στο πλαίσιο ¨Καλλικράτης¨.



Όπως γνωρίζουμε σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και στην ίδια την Ε,Ε. ο τομέας της κοινωνικής οικονομίας αποτελεί μέρος της γενικότερης πολιτικής ατζέντας. Στην Ελλάδα παρόλο που διαχειριζόμαστε σημαντικούς πόρους της Ε.Ε. για αυτό τον σκοπό, το θέμα φαίνεται σαν να μην τίθεται στο επίπεδο που του αναλογεί. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Ελλάδα με πληθυσμό μόλις στο 2% της Ευρωπαϊκής Ένωσης λαμβάνουμε το 6% περίπου των πόρων του Ευρωπαϊκού κοινωνικού Ταμείου έχοντας να παρουσιάσουμε αποτελέσματα κατώτερα των περιστάσεων.


Μολονότι, τυπικά υπάρχουν συνεργασίες με ορισμένες ΜΚΟ και έχουν κατατεθεί σχετικές προτάσεις για το σχέδιο ¨Καλλικράτης¨ γνωρίζουμε ότι η πρακτική του Υπουργείου δεν έχει ακόμη σχηματίσει ένα σχέδιο πολιτικής αποκέντρωσης για να διατεθούν πόροι μέσα από την οριζόντια συνεργασία των Δήμων και των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών για το περιβάλλον, ώστε να αξιοποιηθεί ουσιαστικά στην βάση αυτή το κοινωνικό κεφάλαιο του εθελοντισμού.

Το συμπέρασμα που μπορεί να αποκομίσει όποιος διαβάζει τα επιχειρησιακά προγράμματα είναι ότι υπάρχουν συχνές αναφορές για την κοινωνική οικονομία πράσινη ανάπτυξη και το «περιβάλλον» χωρίς τις ανάλογες προϋποθέσεις. Ενώ οι πόροι περνούν ξανά μέσα από τον λαβύρινθο της γραφειοκρατίας, χωρίς να φτάνουν αποκεντρωμένα στην περιφέρεια και τους κοινωνικούς φορείς.


Μια ανάλογη αντίληψη επικρατεί και στους αρμόδιους κομματικούς τομείς μέχρι αυτή την στιγμή όπου δεν γίνεται τίποτε άλλο παρά να μεταφέρονται λογικές πολικές των ελίτ των περιβαλλοντικών οργανώσεων τύπου WWF. Είναι λογικό αυτές οι οργανώσεις να κάνουν καλά την δουλειά τους με τον ακτιβισμό τους στο πεδίο τους. Αυτό όμως δεν είναι συνταγή για το κόμμα και την κυβέρνηση να λειτουργήσουν σαν μια ΜΚΟ και αποσπασματικά, αλλά οφείλει κυβέρνηση να διαμορφώσει θεσμούς συνεργασίας με χιλιάδες οργανώσεις σε όλη την χώρα.



Τέλος, σε ότι αφορά την ενημέρωση και την «επιμόρφωση» αυτό που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι ότι γίνονται διάφορες συζητήσεις για το «φαίνεσθαι» της επικοινωνίας και τίποτε για την ουσία της χρηστικής πληροφόρησης ώστε να συμμετέχουν οι πολίτες στο δημοκρατικό προγραμματισμό και τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται όπως, στην προκείμενη περίπτωση με την διαχείριση των πόρων του ΕΚΤ.



Για παράδειγμα ελάχιστα κομματικά στελέχη γνωρίζουν για τα χρηματοδοτικά προγράμματα και εργαλεία της κοινωνικής οικονομίας και πράσινης ανάπτυξης. Και αυτό ασφαλώς είναι αναγκαία προϋπόθεση αυτή την περίοδο εάν θέλουν τα στελέχη να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις και να υπηρετήσουν τις ανάγκες της κοινωνία. Είναι γεγονός ότι η διοικητική μεταρρύθμιση αντιμετωπίζει στην ρίζα της παρακμιακή λειτουργία της κρατικής γραφειοκρατίας απελευθερώνοντας υλικούς και ανθρώπινους πόρους. Για αυτό θεωρούμε θεμελιώδες το ζήτημα της κοινωνικής οικονομίας να περάσει μέσα από το σχέδιο «Καλλικράτης»





Τα δίκτυα με κοινωνική αποστολή έχουν τις ακόλουθες ιδιότητες:
Μειώνουν το κόστος συναλλαγών.
Λειτουργούν ως ταμιευτήρες κοινωνικού κεφαλαίου.
Λειτουργούν ως προπομπός της κοινωνικής και πράσινης επιχειρηματικότητας.
Τα οριζόντια δίκτυα λειτουργούν υπέρ της κοινωνικοποίησης της γνώσης και της τεχνογνωσίας.
Συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό της πληροφορίας και της ενέργειας.
Κατευθύνουν τις επενδύσεις προς την περιφέρεια και τους κοινωνικά αναγκαίους σκοπούς.
Συγκροτούν Κοινωνικό Κεφάλαιο σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.



κοινωνικά δίκτυα


Όταν μιλάμε για κοινωνικά δίκτυα το μυαλό όλων πηγαίνει στο facebook και το διαδίκτυο. Και είναι αλήθεια. Καθώς η διείσδυση του διαδικτύου γίνεται όλο και μεγαλύτερη, τα διαδικτυακά κοινωνικά δίκτυα γίνονται κι αυτά με τη σειρά τους, όλο και πιο δημοφιλή καθώς αποτελούν μια ευρύτατη πλατφόρμα επικοινωνίας που εκμεταλλεύεται εφαρμογές όπως το email, τα άμεσα μηνύματα τα video μηνύματα κλπ. Ήδη τον τελευταίο καιρό το Facebook, το MySpace, το twitter κλπ αναπτύσσονται ταχέως και όχι μόνο από ανθρώπους που ψάχνουν να κοινωνικοποιηθούν αλλά από τον καθένα ανεβάζοντας μάλιστα διαρκώς τον μέσο όρο ηλικίας των χρηστών. Όμως η κοινωνικοποίηση σε τοπικό επίπεδο έρχεται σε συνδυασμό με πιο παραδοσιακά μέσα όπως είναι  τα μαγαζιά της γειτονιάς ή τα στέκια της παρέας. Όμως, τα κοινωνικά και επικοινωνιακά δίκτυα, προϋπήρξαν των τεχνολογικών δικτύων, έστω και αν ιστορικά δεν τα λέγαμε έτσι και σε κάθε περίπτωση, λειτουργούσαν ενοποιητικά και συντονιστικά για κοινές διεκδικήσεις και όραμα.
Τα κοινωνικά δίκτυα με την μορφή που τα αντιλαμβανόμαστε σήμερα είναι μια on line – διαδικτυακή συζήτηση, η οποία τρέφει τη σχέση, τη συμμετοχή και τη δικτύωση μεταξύ ατόμων. Τα κοινωνικά δίκτυα συνδέουν ομάδες ατόμων όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και γεωγραφικά. Χάρις σ’ αυτά είναι εύκολο να μοιράσει κανείς τις ιδέες του, τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του με τον κόσμο γενικότερα ή με μια οικεία ομάδα ατόμων. Μπορεί να βρει φίλους ή να αναπτύξει επιχειρηματικές επαφές και να γίνει μέλος μιας κοινότητας. Επομένως, τα κοινωνικά δίκτυα δίνουν στα άτομα κάτι που τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης δεν μπορούσαν ποτέ να δώσουν, την ευκαιρία της δημιουργίας σχέσης και δικτύωσης με τους άλλους. Σήμερα, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν καταστεί εξαιρετικά σημαντικά για την επικοινωνία και δεν μπορούν  με κανέναν τρόπο να αγνοηθούν, αφού αποτελούν σημαντικό μέρος της καθημερινότητας σχεδόν όλων των οργανώσεων. Μεγάλες και μικρές οργανώσεις  πειραματίζονται καθημερινά με τα κοινωνικά δίκτυα αποσκοπώντας στην άντληση ή την διάχυση ενημέρωσης, την προσέλκυση μελών κλπ. Τα κοινωνικά δίκτυα μπορούν να παίξουν ένα σημαντικό ρόλο στο έργο μια οργάνωσης κι έχει αποδειχτεί ότι αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο δουλειάς.
Δεν θα πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι τα δίκτυα γενικά ως έννοια δεν είναι κάτι καινούργιο. Ακόμα κι η οικογένεια, δεν είναι τίποτα διαφορετικό από ένα δίκτυο με περισσότερο ή λιγότερο ισχυρούς δεσμούς που κρατά τα μέλη της συσπειρωμένα σε έναν κοινό σκοπό και μια κοινή ιδεολογία. Υπήρχαν πάντοτε δίκτυα εξουσίας, είτε δίκτυα διεκδίκησης της εξουσίας, εθνικά δίκτυα, φυλετικά δίκτυα, εμπορικά ακόμη και απελευθερωτικά ή  θρησκευτικά δίκτυα. Για παράδειγμα: Ο χριστιανισμός από τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του μέχρι και σήμερα ήταν και παραμένει ένα παγκοσμιοποιημένο δίκτυο. Η Φιλική Εταιρεία ήταν ένα απελευθερωτικό δίκτυο, ενώ οι μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες είναι εμπορικά δίκτυα με συμφέροντα και δραστηριοποίηση ανά τον κόσμο.    Παράλληλα υπήρξαν και υπάρχουν ταξικά δίκτυα ή πολιτικά δίκτυα όπως η Εργατική διεθνής, η Σοσιαλιστική Διεθνής κτλ. Σε κάθε περίπτωση, αυτά τα δίκτυα ή «ενώσεις» λειτουργούσαν ενοποιητικά και συντονιστικά για κοινές διεκδικήσεις, ενώ τα πολιτικά δίκτυα ενίοτε μπορεί να εκφράζουν και ένα όραμα ή ένα πολιτικό πρόταγμα. Εδώ δεν μας απασχολήσουν όμως αυτά τα παραδοσιακά δίκτυα, τα οποία είχαν και μια άλλη μορφή οργάνωσης: ιεραρχική, εξουσιαστική και διεκδικητική, είτε για την κρατική εξουσία είτε κατά του κράτους. Δεν εξετάζουμε, δηλαδή, τα δίκτυα που κατέχουν και διεκδικούν άμεσα εξουσία και συγκροτούν ταξικά ή εθνικά συμφέροντα, αλλά τα δίκτυα κοινωνικής ευαισθησίας με κίνητρο τον εθελοντισμό, το περιβάλλον και την κοινωνική αλληλεγγύη, που η διάδοσή τους είναι φαινόμενο αρκετά πρόσφατο στην ιστορία. Ένα φαινόμενο που συνδιαμορφώνεται από την απελευθέρωση ανθρώπινης ενέργειας που φέρνουν οι νέες τεχνολογίες της διαδραστικής επικοινωνίας, όπως είναι το διαδίκτυο και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Προσεγγίζουμε, λοιπόν, τα Δίκτυα και την οριζόντια συνεργασία από τη σκοπιά του εθελοντισμού και της σύνθεσης του κοινωνικού κεφαλαίου.

Η κρίση εμπιστοσύνης ως επακόλουθο της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, αναδεικνύει σήμερα με δυναμικό τρόπο τη σημασία των κοινωνικών δικτύων στην αντιμετώπιση αυτής της κοινωνικής ανισορροπίας ιδιαίτερα μέσω της κοινωνικής οικονομίας, η οποία δημιουργεί νέες δυνατότητες απασχόλησης. Έτσι, τα κοινωνικά δίκτυα έχουν μια σειρά από θετικά αποτελέσματα αφού συμβάλλουν στην κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και πρόνοια. Κύριο αποτέλεσμα είναι η μείωση κόστους συναλλαγών, είτε μιλάμε για καταναλωτικά δίκτυα είτε δίκτυα επικοινωνίας είτε ακόμη δίκτυα διάχυσης της τεχνογνωσίας, αφού παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας μεταξύ κράτους και αγοράς, συνδυάζοντας τον εθελοντισμό με τη μη κερδοσκοπική επιχειρηματική δραστηριότητα.

Το γεγονός ότι, πολλές μεγάλες Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών προτιμούν τη μεμονωμένη δράση και είναι πράγματι αποτελεσματικές σ' αυτό που κάνουν, δεν αναιρεί με κανένα τρόπο τις πολλαπλασιαστικές δυνατότητες και τα αποτελέσματα ενός κοινού σχεδίου δράσης, ειδικότερα των χιλιάδων μικρών συλλογικών οργανώσεων που λειτουργούν σ' όλη τη χώρα. Όπως η ανάγκη για δικτύωση μεταξύ ατόμων, έτσι κι η ανάγκη για δικτύωση και κοινοπραξίες μεταξύ εθελοντικών οργανώσεων υπαγορεύεται από μια σειρά υποκειμενικών λόγων αποτελεσματικότητας των επιμέρους πρωτοβουλιών και σχεδίων δράσης αλλά κι απ’ αυτή τη ίδια την βιωσιμότητα των οργανώσεων. Χωρίς τη δικτύωση θα ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατον, όχι μόνον να πραγματοποιήσουν τους στόχους τους  αλλά ακόμη και να επιβιώσουν πολλές μικρές οργανώσεις αφού σήμερα πολλές από τις εθελοντικές δράσεις απαιτούν την συμβολή ανθρώπινου κεφαλαίου και οικονομικών πόρων προκειμένου να ευδοκιμήσουν, ιδιαίτερα μάλιστα όταν οι στόχοι  έχουν διεθνή χαρακτήρα και σπουδαιότητα, όπως για παράδειγμα η προστασία του περιβάλλοντος, η στήριξη κι η κοινωνική ένταξη των μεταναστών κλπ, αλλά θα ήταν τουλάχιστον αφέλεια να παραβλέψουμε το λυπηρό γεγονός ότι υπάρχουν επίσης και συντεχνιακά ή κερδοσκοπικά δίκτυα συμφερόντων που πολλές φορές λειτουργούν ως δούρειος ίππος διαφθοράς στο χώρο της κοινωνίας των πολιτών.

Επομένως, η έννοια των κοινωνικών δικτύων είναι απολύτως συναφής προς με την έννοια της αυτοργάνωσης των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών. Υπό αυτή την ματιά, ως κοινωνικά δίκτυα μπορούν να οριστούν τα «πολυδιάστατα συστήματα επικοινωνίας και διαμόρφωσης της ανθρώπινης πρακτικής και της κοινωνικής ταυτότητας. Τα κοινωνικά δίκτυα ορίζονται άλλωστε και ως άθροισμα των προσωπικών επαφών μέσω των οποίων το άτομο διατηρεί την κοινωνική του ταυτότητα, λαμβάνει συναισθηματική υποστήριξη, υλική ενίσχυση και συμμετοχή στις υπηρεσίες, έχει πρόσβαση στις πληροφορίες και δημιουργεί νέες κοινωνικές επαφές, και αναπτύσσεται. Το άτομο συνεισφέρει μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα χρόνο και υπηρεσίες και έχει ως ανταποδοτικότητα ότι και το ίδιο ανήκει σε ένα δίκτυο προστασίας που μπορεί εξίσου να του φανεί χρήσιμο όταν το χρειαστεί, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με τους εθελοντές αιμοδότες. Όταν όμως πρόκειται για οικολογική δράση το άτομο που έχει υψηλή συνείδηση και συνεισφέρει για το περιβάλλον ή την κοινωνική αλληλεγγύη συμβάλλει παράλληλα στην δημιουργία κοινωνικού κεφαλαίου και συντελεί, πολλές φορές χωρίς καν να το γνωρίζει, ώστε να ευδοκιμήσουν επενδύσεις που έχουν σχέση τόσο με την οικοπροστασία όσο και με την πράσινη οικονομία και επιχειρηματικότητα – δραστηριότητες που διαμορφώνουν ευρύτερα ένα πιο βιώσιμο περιβάλλον.

Οι εμπειρικές έρευνες επιβεβαιώνουν ότι όσο μεγαλύτερο είναι ένα κοινωνικό δίκτυο κι όσο συχνότερη η επαφή των μελών του τόσο πιο αποτελεσματική είναι η βοήθεια που προσφέρει στα μέλη του στις περισσότερες εκφάνσεις της προσωπικής και κοινωνικής τους ζωής, από την εύρεση εργασίας, μέχρι την ανταλλαγή αντικειμένων ή πληροφοριών, ακόμη και την εύρεση συντρόφου! Από την άλλη πλευρά τα κοινωνικά δίκτυα μεταφέρουν σημαντικές πληροφορίες στις επιχειρήσεις, τους κάθε είδους φορείς και μαζικότητες, τους εργαζόμενου και φυσικά το ίδιο το κοινό, αυξάνοντας έτσι την παραγωγικότητα, την επικοινωνία, τον βαθμό ενημέρωσης κι ευαισθητοποίησης αλλά και την αλληλεπίδραση σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο.

Όταν σε μια περιοχή, τα κοινωνικά δίκτυα είναι ζωντανά και λειτουργούν απρόσκοπτα, είναι φυσικό κι αναμενόμενο να επιτρέπουν και να διευκολύνουν την αλληλεπίδραση μεταξύ κοινωνίας και κοινωνικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα τον εμπλουτισμό και τον πολλαπλασιασμό του, αφού η ενίσχυση του κοινωνικού κεφαλαίου συσχετίζεται άμεσα με τη συμμετοχή στα κοινά, και τα κοινωνικά δίκτυα, τα οποία εξασφαλίζουν ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά αλλά και στις παραγωγικές και οικονομικές λειτουργίες της κοινωνίας. Άλλωστε, όπως έχουμε λεπτομερώς αναπτύξει στη σχετική ενότητα, οι κανονιστικές ρυθμίσεις και ο αξιακός χαρακτήρας του κοινωνικού κεφαλαίου από τη μια και η σχέση του με τα κοινωνικά δίκτυα από την άλλη είναι από τους βασικούς παράγοντες που εξασφαλίζουν την βιωσιμότητα επενδυτικών σχεδίων για την οικονομία και δομών αυτοργάνωσης για την κοινωνία. Είναι άλλωστε γνωστό ότι, όσον αφορά στην απασχόληση, η οποία αποτελεί και το μεγάλο ζητούμενο των καιρών,  η απλή συμμετοχή ενός ατόμου σε συλλόγους, σωματεία, κλπ αυξάνει σημαντικά τον αριθμό των συνδέσμων του κοινωνικού του δικτύου με αποτέλεσμα να αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες απασχόλησης.

Σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να εκπλήσσει γεγονός ότι  η συμβολή των κοινωνικών δικτύων είναι καθοριστική σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής, όπως αποδεικνύουν σύγχρονες έρευνες. Αρκεί να αναλογιστεί κανείς ότι ήμερα ονομάζουμε κοινωνικό δίκτυο εκείνο που παλιά ονομάζονταν απλά «γνωριμίες». Αν λοιπόν σε κάποιους από τους παλαιότερους ακούγεται ξένος ή εξωτικός ο όρος «κοινωνικό δίκτυο» ας αναλογιστούν ότι πάντα την καλύτερη δουλειά, την καλύτερη καριέρα, την καλύτερη αμοιβή, τον καλύτερο γάμο, την καλύτερη κοινωνική ανέλιξη την απολάμβαναν εκείνοι που είχαν τις καλύτερες «γνωριμίες». Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι ενώ κάποτε οι «γνωριμίες» ήταν κλειστό προνόμιο συγκεκριμένης κοινωνικής και οικονομικής κάστας, σήμερα η συμμετοχή στα κοινωνικά δίκτυα είναι ανοικτή σε όλους κι εξαρτάται μάλλον από τις προσωπικές δυνατότητες του καθενός παρά από το κληρονομικό δικαίωμα.

Δίκτυα και κοινωνία πολιτών
Στη χώρα μας, υπάρχουν πλέον ουκ ολίγα θεματικά και περιφερειακά δίκτυα Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών τα οποία  απαριθμούν από 10 έως 150 οργανώσεις – μέλη και μεταξύ αυτών το ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών με πάνω από 2.000 μέλη.  Όμως, οι ενεργές συλλογικότητες στο χώρο ξεπερνούν τις 10.000 οργανώσεις με ουσιαστική παρέμβαση σε τοπικό και θεματικό επίπεδο. Το μεγάλο όμως μειονέκτημα το οποίο τις αποδυναμώνει κι εξασθενεί τη φωνή τους είναι η απομόνωση κι ο κατακερματισμός. Όλες αυτές οι υγιείς κι ακμαίες συλλογικότητες που εκφράζουν αυθόρμητα τη κοινωνία, θα μπορούσαν να προσφέρουν πολύ περισσότερα εάν εκφράζονταν ως σύνολο της βούλησης της κοινωνίας των πολιτών και φυσικά θα είχαν πολύ μεγαλύτερη δύναμη να πιέσουν και να επιβάλλουν αποτελεσματικότερα τις αναγκαίες κοινωνικές λύσεις μέσα από τον συντονισμό και την σύμπραξη των δικτύων. Μ’ αυτό το σκεπτικό, η συγκρότηση και ο συντονισμός των περιφερειακών και θεματικών δικτύων, είναι η μόνη ρεαλιστική πρόταση για την ενδυνάμωση της παρεμβατικότητας της κοινωνίας των πολιτών, απέναντι σ’ ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατεί να εγγυηθεί και να προάγει τις αξίες ζωής και το οικολογικό μέλλον της χώρας.

Η μεγάλη σημασία της οριζόντιας επικοινωνίας, συνεργασίας και δικτύωσης των χιλιάδων εθελοντικών οργανώσεων στην Ελλάδα είναι ένα ζήτημα που μόλις τελευταία αναδεικνύεται στον δημόσιο διάλογο. Από την στιγμή που άρχισε αυτή η καθημερινή επικοινωνία κι  ανταλλαγή ύλης μεταξύ των οργανώσεων, οι εξελίξεις είναι εντυπωσιακές. Η προοπτική ενός επικοινωνιακά ενοποιημένου χώρου συνεγείρει όχι μόνο τις ίδιες τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις να αναζητήσουν νέα επίπεδα συνεργασίας, αλλά και ένα πλήθος από συλλογικότητες της ελληνικής κοινωνίας. Ο συνδυασμός μάλιστα επικοινωνιακής δράσης των εθελοντικών οργανώσεων με το δίκτυο περιφερειακών Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και τις συλλογικότητες της πρωτοβάθμιας κυρίως Τοπικής Αυτοδιοίκησης αναδεικνύει μια τεράστια κοινωνική δυναμική, η οποία δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από τα πολιτικά κόμματα, που είναι αναγκασμένα πλέον να προσαρμοστούν στις νέα μορφές επικοινωνίας και συμμετοχικότητας των πολιτών.

Η οριζόντια επικοινωνία των εθελοντικών οργανώσεων, χωρίς πολιτικολογίες, εξουσιαστικές αναφορές και επιδιώξεις, διαμορφώνει μιαν άλλη συνιστώσα της πολιτικής των πολιτών, με κύρια πεδία αναφοράς τους θεσμούς αλληλεγγύης, την οικολογία, τον πολιτισμό, το κίνημα καταναλωτών και την κοινωνική οικονομία. Φυσικά η πρωτογενής δυναμική αυτού του χώρου διαμορφώθηκε και πολλαπλασιάστηκε σταδιακά τα τελευταία 15 χρόνια, όταν χιλιάδες νέες οργανώσεις δημιουργήθηκαν και έχουν να επιδείξουν συγκεκριμένα αποτελέσματα στις τοπικές κοινωνίες. Το καινούργιο στοιχείο είναι ότι μόλις τώρα αρχίζει η διαδικτυακή συνεργασία των επιμέρους θεματικών δικτύων με μια συνολική προοπτική. Από την άλλη πλευρά δεν είναι τυχαίο ότι τελευταία οι ηγέτες των ν κομμάτων αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες για την θεσμική συγκρότηση πολιτικής στον χώρο των εθελοντικών οργανώσεων. Παρ’ όλο όμως τον προσανατολισμό των κομμάτων και τις σχετικές πολιτικές πράξεις τους, εκείνο που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι μέχρι τώρα οι κομματικοί μηχανισμοί ουδόλως συμμερίζονται στην πράξη αυτόν τον προσανατολισμό, προσπαθώντας να διατηρήσουν το μονοπώλιο της πολιτικής εκπροσώπησης της κοινωνίας και την απόλυτη ηγεμονία στον δημόσιο χώρο. Γι’ αυτό, παρά τις εκφρασμένες προθέσεις, δεν μπορούν να υπάρξουν αυταπάτες ότι οι εθελοντικές οργανώσεις και η Κοινωνία των Πολιτών δεν μπορούν να ενισχυθούν εκ των άνω, εάν δεν υπάρχει ταυτόχρονα συλλογική δημιουργία, κινητικότητα και οριζόντια επικοινωνία των εθελοντικών οργανώσεων εκ των κάτω.

Προσεγγίζοντας τα δίκτυα και την οριζόντια συνεργασία από την σκοπιά του εθελοντισμού και της σύνθεσης του κοινωνικού κεφαλαίου που θεωρείται, όπως έχουμε δει, ο τέταρτος συντελεστής κεφαλαίου παράλληλα με το ανθρώπινο, το φυσικό και οικονομικό κεφάλαιο, θα εξετάσουμε το ζήτημα οριζόντιας συνεργασίας των δικτύων με βάση τους παρακάτω άξονες: Την  Κοινωνική-πράσινη οικονομία, αντίδοτο στις αρρυθμίες του κράτους και της αγοράς και την οριζόντια συνεργασία ως αντίδοτο της κρίσης και ως κινητήρια δύναμη της περιφερειακής ανάπτυξης.

    Κοινωνικά δίκτυα και πράσινη οικονομία
Τρεις θεμελιακές έννοιες – αιτίες και κατακτήσεις της ανθρώπινης γνώσης καθόριζαν πάντοτε, ως κινητήριες δυνάμεις, την ιστορική εξέλιξη, και την οικονομική κατάσταση των εκάστοτε κοινωνιών. Το τρίπτυχο: Ενέργεια, τεχνολογίες και ιδεολογίες. Η ενέργεια και οι τεχνολογίες ως υλικές κινητήριες δυνάμεις και οι ιδεολογίες ως καύσιμο της κίνησης των ιδεών και της κουλτούρας. Οι τρεις αυτές έννοιες βρίσκονται σε άμεση αλληλεπίδραση στην ανάπτυξη της οικονομίας, και των κοινωνιών, από την εποχή της ανακάλυψης της φωτιάς και του μύθου Προμηθέα μέχρι σήμερα.
Σε πρακτικό επίπεδο το τρίπτυχο αυτό καθορίζει ακόμη και τον προσανατολισμό των επενδύσεων. Και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.

Έχοντας κατά νου την επίδραση της ενέργειας, στην οικονομική κρίση έχει αποδειχθεί στην ιστορία ότι η εξάντληση των παραδοσιακών πηγών ενέργειας χωρίς την αντικατάσταση τους από νέες μπορεί να γυρίσει δραματικά τις εξελίξεις προς τα πίσω με τραγικές συνέπειες. Αυτό συνέβη π.χ. με την εξάντληση των δασών στο τέλος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και το γνωστό τότε κόσμο. Στην σημερινή εποχή μια τέτοια εξέλιξη ενεργειακής κρίσης φαντάζει εφιάλτης καθώς ολόκληρες περιοχές και συστήματα μπορούν να βυθιστούν στο σκοτάδι. Συστήματα παραγωγής και μεταφορών, συστήματα ύδρευσης και υγείας. Στο άμεσο μέλλον, χωρίς την άμεση μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα στις ήπιες μορφές ενέργειας το επακόλουθο, της ενεργειακής κρίσης η κατάρρευση των συστημάτων, θα είναι ο χειρότερος εφιάλτης στην παγκόσμια κοινωνία, με αλυσιδωτές επιδράσεις και στην παγκόσμια οικονομία.

Αντιλαμβανόμαστε έτσι, ότι οι νέες τεχνολογίες ήσαν πάντοτε το κλειδί για το πέρασμα από την εξάλειψη των παραδοσιακών μορφών ενέργειας σε νέες μορφές ενέργειας. Αυτό έγινε λίγο πριν τη βιομηχανική επανάσταση με την ανακάλυψη του ατμού και αργότερα με την ανακάλυψη του ηλεκτρισμού και της μηχανής εσωτερικής καύσης, τεχνολογίες που επέτρεψαν την άντληση και διύλιση πετρελαίου, και την θεαματική επέκταση παραγωγής για να διαμορφωθεί αυτό που λέμε σήμερα πολιτισμός της βιομηχανικής εποχής. Αυτό που γίνεται και τώρα με τις τεχνολογίες και των ήπιων μορφών ενέργειας και ιδιαίτερα, της ηλιακής ενέργειας είναι ότι δίνουν τη δυνατότητα της μαζικής και οικονομικά βιώσιμης παραγωγής υδρογόνου, προς αντικατάσταση της ρυπογόνου ενέργειας και υπεύθυνης των κλιματικών αλλαγών- μια ενέργεια που εγγυάται την ομαλή μετάβαση στην μεταβιομηχανική εποχή. Μόνον που σ’ αυτή τη μετάβαση υπάρχουν μεγάλες οικονομικές και πολιτικές αντιδράσεις.

Η γεωγραφική ισοκατανομή των ενεργειακών πόρων του πετρελαίου και φυσικού αερίου, είναι το σύνδρομο μια παγκόσμιας ιδεολογικής ηγεμονίας της οικονομικής ολιγαρχίας που για τη διατήρηση των προνομιών της θέτει σε κίνδυνο ολόκληρο τον πλανήτη μέσα από ένα σύστημα εξουσίας που ελέγχεται την απόλυτη κερδοσκοπία και την λεγόμενη οικονομία καζίνο. Ο εκδημοκρατισμός της ενέργειας όχι μόνο σε ιδεολογικό επίπεδο αλλά και με την έννοια της κοινωνικοποίησης της τεχνολογίας των ήπιων μορφών ενέργειας, όπως είναι η ηλιακή ενέργεια είναι η μοναδική λύση για έγκαιρη αντιμετώπιση του ριζικού προβλήματος για την ανθρωπότητα.

Ο εκδημοκρατισμός λοιπόν, και η βαθμιαία κοινωνικοποίηση της ενέργειας είναι λυδία λίθος της μετάβασης όχι μόνον σ’ ένα βιώσιμο σύστημα αλλά και δικαιότερης ανακατανομής του εισοδήματος αφού παραγωγός της ενέργειας μπορεί να γίνει μ’ αυτό τον τρόπο η τοπική Αυτοδιοίκηση, αλλά και διάφορες εταιρείες κοινωνικού και τοπικού χαρακτήρα. Σε αυτό το επίπεδο τα κοινωνικά δίκτυα σε συνεργασία με την τοπική Αυτοδιοίκηση μπορούν να γίνουν προπομπός του εκδημοκρατισμού της ενέργειας.

Στην παρούσα ιστορική φάση, η δικαιότερη κατανομή των ενεργειακών πόρων δεν είναι μόνον ζήτημα ηθικής επιταγής αλλά και τρόπος αντιμετώπισης της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης- και της φτώχειας ως απειλής που εκδηλώνεται αυτές τις μέρες στη μητρόπολη του συστήματος στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα με το φάσμα της πτώχευσης. Αυτό, βέβαια φέρνει και την ιδεολογική κατάρρευση από τη μία μεριά του φονταμενταλισμού της αγοράς κι από την άλλη του φονταμενταλισμού του κράτους, ως ακραίων ιδεολογημάτων που επεβλήθησαν από τις πολιτικές ολιγαρχίες έστω κι αν αυτές παρουσιάζονταν με δημοκρατικό προσωπείο.

Ποιος μπορεί πλέον να πιστέψει στα σοβαρά ύστερα από την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος που παρατηρείται στις μέρες μας ότι μπορεί να κοιμάται ήσυχος αφήνοντας τις τύχες της ανθρωπότητας στην αυτορρύθμιση της αγοράς; Αλλά ποιος μπορεί επίσης να πιστέψει στο βαρύ απόλυτο «κράτος πρόνοιας» που φαντάζει ανήμπορο στις επερχόμενες «σεισμικές» δονήσεις της οικονομίας; Η λύση δεν είναι απλά η σύνθεση μιας μεικτής οικονομίας, κράτους και αγοράς, αλλά η σύνθεση κράτους αγοράς, και κοινωνικής οικονομίας των ενεργών πολιτών, για την αυτορρύθμιση της προνοιακής πολιτικής. Κι αυτό συνιστά μια νέα ιδεολογία. Την ιδεολογία των ενεργών πολιτών και των δικτύων που παρεμβαίνουν ενεργά σε θεμελιακά ζητήματα ενεργειακής, οικολογικής και οικονομικής πολιτικής. Tο μήνυμα είναι να μην περιμένουμε λύσεις μόνον από το κράτος και τις κυβερνήσεις. Η λύση βρίσκεται στον εκδημοκρατισμό της ενέργειας και τους ενεργούς πολίτες της οικοανάπτυξης.

Δίκτυα και περιφερειακή ανάπτυξη
Έχουμε ήδη τονίσει στο κεφάλαιο αυτό, ότι ο εθελοντισμός και μέσω αυτού η δικτύωση είναι βασικός συντελεστής κοινωνικών υπηρεσιών και κοινωνικού κεφαλαίου, το οποίο με την σειρά του είναι το κλειδί της ανάπτυξης της κοινωνικής οικονομίας, της απασχόλησης και της εξασφάλισης συλλογικών αγαθών. Είδαμε επίσης ότι ο ορισμός για το κοινωνικό κεφάλαιο περιλαμβάνει όλες τις συλλογικές αξίες και δίκτυα που διευκολύνουν την οργάνωση και ομαδική δράση η οποία τελικά διαμορφώνει συνθήκες αλληλεγγύης και κοινωνικής ανάπτυξης. Από τον πατριωτικό φιλανθρωπικό και τοπικό εθελοντισμό με τις μη χρηματικές ανταλλαγές που κυριαρχούσε στις παλαιότερες γενιές έχουμε περάσει σε μια πολυδιάστατη-οικουμενική, ανθρωπιστική και οικολογική δικτύωση  με αυτονομία δράσης από την αγορά και κράτος που λειτουργεί συμπληρωματικά και καλύπτει τα κενά της οικονομίας και κοινωνικής προστασίας. Τα εθελοντικά αυτά κοινωνικά δίκτυα, σήμερα δεν εκφράζουν μόνον συναίσθημα αλληλεγγύης, αλλά λογική διαδικασία με ανταποδοτικότητα στα πλαίσια της κοινωνικής οικονομίας. Είναι προσφορά, αλληλεγγύη και ταυτόχρονα οργανωμένη κοινωνική διαδικασία εξασφάλισης συλλογικών αγαθών για την αντιμετώπιση κοινωνικών αναγκών. Ο σκοπός της κίνησης αυτής που πολλές φορές, αν όχι πάντα, γίνεται σχεδόν ακούσια κι αυτοματοποιημένα ευνοούμενη από τις νέες τεχνολογίες και κυρίως το διαδίκτυο, έχει σαν αποτέλεσμα δικτύωση εθελοντικών και μη κερδοσκοπικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται σε διάφορους και διαφορτικούς τομείς.

Η αποτελεσματικότητα της δικτύωσης καταφαίνεται από την δυνατότητα πραγματοποίησης στόχων μεγαλύτερης κλίμακας αλλά κι από την εξασφάλιση της δυνατότητας επίτευξης προγραμματικών συμφωνιών, στο επίπεδο οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, Κρατικών Οργανισμών και Φορέων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης καθώς και επιχειρήσεων στο τομέα της κοινωνικής εταιρικής ευθύνης. Σ’ αυτό το επίπεδο συνεργασίες και δικτυώσεις μπορούν να λειτουργήσουν ως προωθητικές κινήσεις δημιουργώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση ανθρώπινων πόρων και δημιουργία ανθρώπινου κεφαλαίου σε κάθε περιοχή παρέμβασης. Με αυτούς τους στόχους και με την συμμετοχή ενεργών πολιτών μπορούν να τεθούν στόχοι για οικοδιαχείριση στα μεγάλα αστικά κέντρα και την οικοανάπτυξη στην ύπαιθρο δημιουργώντας τις απαραίτητες συνθήκες και δυνατότητες τεχνογνωσίας για την υποστήριξη και συμβουλευτική των δικτύων με σχεδιασμό και μελέτες προγραμμάτων.

Άλλη πρωτοβουλία για την περιφερειακή ανάπτυξη είναι η δημιουργία παρατηρητηρίου για τις πράσινες πόλεις με προγράμματα που ανταποκρίνονται στην αστική οικολογία, βάση της οποίας τα τελευταία χρόνια έχει γίνει παγκόσμια κίνηση η οποία επιζητά να δημιουργηθούν οικολογικές πόλεις, πόλεις δηλαδή σε ισορροπία με την φύση. Καθώς επίσης: η επείγουσα ανάγκη αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών προβλημάτων της ατμοσφαιρικής ρύπανσης των κλιματικών αλλαγών, και της μεγάλης έλλειψης πρασίνου στα αστικά κέντρα. Η επείγουσα ανάγκη για την περεταίρω δραστηριοποίηση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για την ενίσχυση του πράσινου σε συνεργασία με τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών

Δίκτυα και πνευματικός εθελοντισμός.
Όπως διαπιστώσαμε ήδη, τα οργανωμένα κοινωνικά δίκτυα που εμφανίζονται σήμερα με κάθε μορφή συλλογικών οργανώσεων είναι ο κύριος χώρος όπου αναπτύσσεται η μη κερδοσκοπική κοινωνική οικονομία, μέσα από θεσμούς αλληλεγγύης, κοινωνικής μέριμνας, πράσινης και πολιτιστικής επιχειρηματικότητας. Με αντικείμενο και σκοπό τις πράσινες πόλεις, πράσινες προμήθειες, πράσινη ενέργεια, το περιβάλλον και την υγεία, αναπτύσσεται μια οικονομία φιλική προς το περιβάλλον και τον πολίτη.  Αυτά τα δίκτυα προσφέρουν δωρεάν πληροφορίες και κάποιες δωρεάν υπηρεσίες, που υπερβαίνουν το σύστημα πνευματικής ιδιοκτησίας και της αγοράς, διαμορφώνοντας ένα σημαντικό πεδίο μη χρηματικών ανταλλαγών.

Το διαδίκτυο από την άλλη πλευρά εξελίσσεται σ' ένα δωρεάν ανοικτό πανεπιστήμιο σ' όσους θέλουν να το χρησιμοποιήσουν συστηματικά. Για πρώτη φορά υπάρχει έτσι η προοπτική για δωρεάν παιδεία και επιμόρφωση, εκτός σχολείου και για όλους τους πολίτες, με έναν αυθεντικό σκοπό για την ποιότητα ζωής.  Οι άνθρωποι μπορούν να επικοινωνήσουν και χωρίς την εμπορευματική επικοινωνία της διαμεσολάβησης. Τα κίνητρα ξεκινούν εντελώς αντίστροφα, όχι από το ατομικό κέρδος, αλλά από το συλλογικό όφελος και την κοινωνική αναγνώριση της προσφοράς. Τεράστιες βιβλιοθήκες και βιβλία, στα οποία έχουν λήξει τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας ή από εθελοντές διαδικτύου, προσφέρονται δωρεάν, βλέπε Wikipedia. Η ίδια τεχνολογία του διαδικτύου προσφέρει σε πολλές περιπτώσεις δωρεάν λογισμικό και μελέτες εφαρμογής για on line αγορές. Με αυτή την πρακτική, η επιστημονική γνώση της οικολογίας και της πράσινης επιχειρηματικότητας διαχέεται και δεν είναι, πλέον, εμπορικό μυστικό των ολίγων και προνομιούχων η γνώση, αλλά ολοένα και περισσοτέρων, το οποίο είναι μια άλλη μορφή εθελοντισμού, απελευθέρωσης της γνώσης.  Έτσι, η διάδοση γνώσης μπορεί να γίνει εφόδιο για πολλούς ώστε να παράξουν και να διακινήσουν πράσινα προϊόντα και υπηρεσίες, να δημιουργήσουν νέες θέσεις απασχόλησης με εφαλτήριο την εναλλακτική επικοινωνία και την κοινή εμπιστοσύνη, που προσφέρουν τα κοινωνικά δίκτυα, μέσα από τα blogs και τη διαρκή διαβούλευση που επιτυγχάνουν.

Διαπιστώνουμε μ' αυτόν τον τρόπο, ότι μια νέα αναδυόμενη «αγορά» με αυξανόμενη ζήτηση σε πράσινα προϊόντα, πράσινα επαγγέλματα και υπηρεσίες, έχει γίνει τελευταία αισθητή και στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο οι μαζικές εθελοντικές δενδροφυτεύσεις που γίνονται, αλλά και η συμβολή αυτών των δικτύων στο γενικότερο σκοπό για τις πράσινες πόλεις, τον εναλλακτικό τουρισμό – οικοτουρισμό, τη διάδοση κοινωνικών υπηρεσιών, τον τομέα της υγείας, όπου υπάρχει μια μεγάλη παράδοση σε κοινωφελή ιδρύματα από μεγάλους ευεργέτες και τώρα αναπτύσσονται πρωτοβουλίες από τη συλλογικότητα των πολιτών.


ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ Ο.Κ.Π
Βασίλης Τακτικός