Τρίτη 17 Απριλίου 2012

ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΣΥΜΠΡΑΞΕΙΣ
Το ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών  μέσα από μεθοδευμένη σκληρή ομαδική δουλειά και συστηματικές παρεμβάσεις έχει από καιρό χαράξει τον δρόμο της οριζόντιας συνεργασίας και των δημιουργικών παρεμβάσεων με τις τοπικές κοινωνίες τόσο από την πλευρά των οργανώσεων της κοινωνίας πολιτών, όσο και από την πλευρά των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκηση. Σε μια εξαιρετικά δύσκολη χρονική στιγμή και συγκυρία για την Ελληνική κοινωνία, ίσως τη δυσκολότερη που βίωσε ποτέ η χώρα μας, με την οικονομία σε στάση κι αδιέξοδο και το περιβάλλον εχθρικό κι αντίξοο, ανάμεσα σε δεκάδες απεχθή μέτρα, ψηφίστηκε τον Σεπτέμβριο του 2011 στη βουλή ο νέος νόμος για την κοινωνική οικονομία και τις αναπτυξιακές συμπράξεις.  Έτσι η κοινωνική ενότητα η οποία πάντα λειτουργούσε σαν ασπίδα αλλά και σαν τεράστια δύναμη πίεσης ενάντια ό,τι είναι αναγκαίο να αλλάξει,  θεσμοθετείται για πρώτη φορά κι αυτό που στην ουσία επιχειρείται να στηριχθεί είναι η δράση όλων εκείνων που είναι  κοινωνικά και περιβαλλοντολογικά ευαισθητοποιημένοι κι αντιλαμβάνονται τη κοινωνία όσο και τις Οργανώσεις της, σαν ένα ενιαίο δίκτυ προστασίας απέναντι στα σημεία των καιρών. Σαν υπεύθυνοι, ενήλικες, σκεπτόμενοι πολίτες είμαστε επομένως υποχρεωμένοι να αλλάξουμε σελίδα. Ο ατομικισμός, το εύκολο κέρδος κι η παράδοση της ελευθερίας μας στα χέρια του κράτους-κηδεμόνα που φρόντιζε για εμάς - χωρίς εμάς, μάς οδήγησαν στο χείλος της αβύσσου.

Το αργόσχολο, αργόμισθο, υπερτροφικό και υπερπροστατευτικό κράτος στο οποίο, τόσα χρόνια, επιτρέπαμε να μας χειραγωγεί και να μας ευνούχιζε παραπαίει κι αργοπεθαίνει.  Κατά παράδοξο τρόπο, αυτό το ίδιο κράτος μας πετάει τελευταία στιγμή το σωσίβιο των αναπτυξιακών κοινωνικών συμπράξεων.

Στη χειμαζόμενη ελληνική οικονομία η λειτουργία του θεσμού της κοινωνικής οικονομίας και των αναπτυξιακών συμπράξεων αποτελεί πρόκληση αλλά και μονόδρομο. Είναι το κλειδί για να γίνουν βιώσιμες κοινωνικές και κοινωφελείς υπηρεσίες που σήμερα αποδυναμώνονται ή και καταργούνται από ένα κράτος που πιέζεται δημοσιονομικά λόγω χρέους. Για πρώτη φορά στην Ελληνική νομοθεσία αναφέρεται επίσημα ο όρος «κοινωνική οικονομία», αποσαφηνίζεται η έννοια και καθορίζονται οι κανόνες λειτουργίας των κοινωνικών επιχειρήσεων με την εισαγωγή του νεωτερισμού των «Αναπτυξιακών Συμπράξεων», η δυναμική των οποίων μπορεί να μειώσει το κόστος κοινωφελών υπηρεσιών, να δημιουργήσει τοπική απασχόληση εκεί που το κράτος και η αγορά αδυνατούν, να μειώσει το κόστος συναλλαγών και να εξασφαλίσει βιωσιμότητα υπηρεσιών εκεί που, με συνθήκες κρατικής λειτουργίας, δεν υπάρχει άλλη διέξοδος παρά η κατάργηση. Οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών βγαίνουν από την αφάνεια και καθίστανται, σε εθνικό τουλάχιστον επίπεδο,  ισότιμος συνομιλητής στον κοινωνικό διάλογο, όσον αφορά τη διανομή  των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου.

 Όμως το όραμα για μία καινούργια κοινωνία είναι ακόμα αδιαμόρφωτο για τους περισσότερους, αρκετοί εξακολουθούν να βλέπουν το αδιέξοδο και να μην είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το παλιό, που δεν δουλεύει, προς χάριν του καινούργιου που είναι ακόμα αδοκίμαστο κι επομένως τρομακτικό. Κι όμως! Η κοινωνική οικονομία, όπως είδαμε, βασίζεται στην ισορροπία μεταξύ ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων, ανθρώπινων αναγκών και συστημάτων της αγοράς κι αποτελεί ένα οργανικό σύνολο, αλληλεξαρτήσεων μεταξύ οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισμικών δράσεων και προσπαθειών. Στόχος της είναι η ισορροπία, η βιωσιμότητα, η στήριξη κι η ενδυνάμωση του «μέρους» για τη βέλτιστη, την ειρηνική, αρμονική, δημιουργική κι αλληλέγγυα συνύπαρξη του «όλου», δεν προσβλέπει  στον πλουτισμό και τη σώρευση κεφαλαίων αλλά στη βιώσιμη αλληλεπίδραση ανθρώπου, φύσης κι οικονομικών πόρων πέρα από κάθε είδους διαφορές και διαχωρισμούς με στόχο μια καλύτερη ζωή σ' έναν καλύτερο κόσμο. Ως τρίτος τομέας της οικονομίας μπορεί να αποτελεί νεολογισμό για την Ελλάδα, αλλά η δυναμική των κοινωνικών συμπράξεων έχει με επιτυχία δοκιμαστεί στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο κι έχει έμπρακτα μειώσει το κόστος των κοινωφελών υπηρεσιών συμβάλλοντας σημαντικά στη τοπική απασχόληση.  Κι αυτό δεν οφείλεται σε κάποια πολύπλοκη οικονομική εξίσωση αλλά σε δυο εξαιρετικά απλούς λόγους.  Πρώτον, οι κοινωνικές συμπράξεις δραστηριοποιούνται κυρίως σε τομείς που το κράτος και οι επιχειρήσεις είτε δεν επιθυμούν είτε δεν μπορούν και δεύτερον οι κοινωνικές συμπράξεις δεν αποσκοπούν στον πλουτισμό, πατώντας επί πτωμάτων, αλλά σε μια αξιοπρεπή και τίμια αμοιβή – ανταμοιβή για την προσφορά τίμιων υπηρεσιών κοινωνικής αλληλεγγύης.

Εκεί ακριβώς βρίσκεται το στοίχημα! Σε μια χώρα όπου η ατομική πρωτοβουλία και η μοναχική δράση αποτελούν λάβαρο, σε μια χώρα όπου επιχειρήσεις διαλύονται εν μια νυκτί «λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων» η δημιουργία αναπτυξιακών συμπράξεων θέτει σαν απαραίτητη προϋπόθεση τη συνεργασία! Η Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών, έχει και στο παρελθόν δείξει τη δυναμική, τη προσαρμοστικότητα και την διαφορετικότητα της. Τόσο για τους φορείς της όσο και τους συνειδητοποιημένους εθελοντές που την πλαισιώνουν η αυτοργάνωση κι η ομαδικότητα ήταν πάντα τρόπος δουλειάς και τρόπος αντιμετώπισης των δυσκολιών.  Οι κοινωνικές συμπράξεις προήλθαν σαν ανάγκη θεσμοθέτησης δράσεων που ήδη λειτουργούσαν προσφέροντας τη δυνατότητα περαιτέρω αξιοποίησης του κοινωνικού, εθελοντικού και ηθικού κεφαλαίου για την ανάπτυξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας σε τομείς κοινωνικής ωφέλειας. Οι αναπτυξιακές συμπράξεις δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια τεχνοκρατική διατύπωση αυτού που συμβαίνει ήδη. Της οριζόντιας συνεργασίας και δικτύωσης των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών.  Όμως οι οργανώσεις θα πρέπει να δείξουν ευρύτητα πνεύματος και να αντιδράσουν άμεσα επειδή όλα αυτά είναι περίπλοκες διαδικασίες για τα μέχρι τώρα δεδομένα. Και για να είμαστε ρεαλιστές, δεν θα πρέπει να πιστεύουμε ότι τα φαινόμενα του παρελθόντος έληξαν κι αρχειοθετήθηκαν με έναν νόμο. Πάντα θα υπάρχουν κάποιοι που θα μεθοδεύουν και θα κατεργάζονται τεχνάσματα προκειμένου να καρπωθούν τα μέγιστα και να ικανοποιήσουν πελατειακές σχέσεις παλαιού τύπου.
Οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών οφείλουν να οργανωθούν σε περιφερειακές συμπράξεις, ακολουθώντας λίγο πολύ την δομή και τη λογική του σχεδίου Καλλικράτης αλλά και σε θεματικές σύμφωνα με το εξειδικευμένο πεδίο δράσης τους ή το γνωστικό τους αντικείμενο, και στη συνέχεια να συνεργαστούν είτε με τη τοπική αυτοδιοίκηση είτε με τη περιφέρεια προκειμένου να αναλάβουν την υλοποίηση συγκεκριμένων προγραμμάτων.

Η Κοινωνία πολιτών έχει ήδη καταφέρει πολλά κι έχει μέχρι τώρα παρέμβει δυναμικά στον δημόσιο διάλογο, αλλά πρέπει να έχει κάτι μεγάλο κι ουσιαστικό,  μια ουσιαστική και δομημένη παρουσία, αν θέλει να αυξήσει τη διαπραγματευτική της ικανότητα και να έχει αποτελέσματα. Και οι συμπράξεις, εκτός όλων των άλλων, προσφέρουν αυτή την ευκαιρία. Έβαλε τα θέματα που την αφορούν στην βουλή, τάραξε τα νερά και στην ουσία, έκανε μια μικρή επανάσταση για τα ελληνικά δεδομένα που είχε σαν αποτέλεσμα τον νόμο για την κοινωνική οικονομία και τις κοινωνικές αναπτυξιακές συμπράξεις ο οποίος, επί της ουσίας, δίνει τη πλειοψηφία και το προβάδισμα στη Κοινωνία Πολιτών όσον αφορά την υλοποίηση προγραμμάτων. Πρόκειται για ένα μεγάλο επίτευγμα της οριζόντιας συνεργασίας. Η Κοινωνία Πολιτών μπαίνει ισότιμα στο παιχνίδι για πρώτη φορά, με 22 ολόκληρα χρόνια καθυστέρηση! Κι ενώ θα έπρεπε ήδη να διαδραματίζει σοβαρό ρόλο από το 1989, όταν δηλαδή η Ελλάδα μπήκε στη διαδικασία των κοινοτικών προγραμμάτων με το λεγόμενο τότε «πρώτο πακέτο Ντελόρ», κρατήθηκε τεχνηέντως σε ύπνωση με στόχο την υφαρπαγή των πόρων που δικαιωματικά της ανήκαν από διάφορους κρατικούς μηχανισμούς και κρατικοδίαιτους. Πρακτική της εποχής ήταν, με αδιαφάνεια και τεχνοκρατικά τερτίπια, να εκχωρείται όσο το δυνατόν μικρότερο κομμάτι Ευρωπαϊκών πόρων στη Κοινωνία Πολιτών μέσω των κανονικών οδών και το υπόλοιπο να μοιράζεται μέσω υπουργών, βουλευτών, πολιτικών γραφείων και κομμάτων  μέσα από πελατειακές σχέσεις. Σήμερα, όχι χωρίς εμπόδια, αναγνωρίζεται για πρώτη φορά ο χώρος της Κοινωνίας Πολιτών σαν ισότιμος δικαιούχος και συνομιλητής και δεν μένει παρά η ίδια η Κοινωνία Πολιτών να διεκδικήσει το ρόλο της και να επιβάλλει τη παρουσία της. Η δυσκολία βρίσκεται κυρίως στο γεγονός ότι μέχρι σήμερα ρόλο κοινωνικών εταίρων και κοινωνικών συνομιλητών, τόσο με το κράτος όσο και με την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση παίζουν οι συνδικαλιστές και τα επαγγελματικά - εμπορικά σωματεία αφού αυτοί, ως ευθέως διαπλεκόμενοι και εμπλεκόμενοι με το κράτος, σαν παλαιότεροι, εμπειρότεροι και με βαθιά εγκατεστημένους πελατειακούς μηχανισμούς, έχουν εκτοπίσει τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών από όλα τα κοινωνικά φόρουμ και από τη συμμετοχή στην Ελληνική ΕΟΚΕ (Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή).

Σχέσεις και διαφορές των συνδικαλιστικών οργανώσεων με τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών
Η αλήθεια είναι ότι όταν μιλάμε για Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών, οφείλουμε να μιλάμε όπως είδαμε και στο σχετικό κεφάλαιο για όλες ανεξαιρέτως τις συλλογικότητες που εκφράζουν ή εκπροσωπούν την Κοινωνία στο σύνολό της.  Δηλαδή στην Οργανωμένη Κοινωνία πολιτών συνυπάρχουν και οφείλουν να συνυπάρχουν μαζί, εθελοντικές οργανώσεις, κάθε είδους σύλλογοι και σωματεία. Δεν θα πρέπει όμως να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι δυο τελευταίες κατηγορίες, συνδικαλιστικές και επαγγελματικές οργανώσεις, είναι συλλογικότητες  αυτοβοήθειας ή αλληλοβοήθειας οι οποίες εξυπηρετούν το δικό τους κλαδικό, επαγγελματικό ή κοινωνικό συμφέρον. Όσον αφορά τον συνδικαλισμό, λόγω του ιστορικού και θεσμικού του ρόλου, παλεύει μόνον για ζητήματα οικονομικής κυρίως φύσης, που αφορούν συγκεκριμένες κατηγορίες εργαζομένων και δεν ασχολείται με το σύνολο των μελών της κοινωνίας ή αυτούς που έχουν ανάγκη, αλλά με το συμφέρον και την εξυπηρέτηση των μελών συγκεκριμένων σωματείων και είναι ένα οργανωμένος πυραμιδοειδώς. Η κορυφή της πυραμίδας είναι συνήθως στο παιχνίδι της εξουσίας ενώ η βάση απαρτίζεται από απλά μέλη και μάλιστα ως επί το πλείστον μέλη χαμηλόμισθα ή χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου από τα στελέχη της κορυφής, τα οποία συνήθως αγνοούν τελείως τις δράσεις των κορυφαίων συνδικαλιστικών στελεχών που τα εκπροσωπούν και φυσικά δεν μοιράζονται μαζί τους κανενός είδους προνόμια και προσβάσεις. Οι εθελοντικές οργανώσεις από την άλλη, είναι οργανωμένες οριζόντια κι είναι φορείς ετεροβοήθειας, δηλαδή πιο κοντά στο ρόλο της κοινωφέλειας, αφού ασχολούνται με όλους όσους χρειάζονται στήριξη, συνήθως ανεξάρτητα από επάγγελμα, φύλλο ή φυλή και παλεύουν για αξίες και κοινωνικά αγαθά που αφορούν τη κοινωνίας ως σύνολο.
Γίνεται επομένως σαφές ότι το να εκπροσωπείται ολόκληρος ο χώρος της Κοινωνίας Πολιτών από τους συνδικαλιστές είναι τουλάχιστον ανεπαρκές κι αντιδημοκρατικό, αν όχι απαράδεκτο. Φυσικά κι οι συνδικαλιστικές οργανώσεις ανήκουν δικαιωματικά στη Κοινωνία Πολιτών, δεν μπορούν όμως με κανένα τρόπο να είναι αυτές οι μόνοι εκπρόσωποι του χώρου είτε στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) είτε στα υπουργεία, είτε στη διαβούλευση η οποία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της συμμετοχικής δημοκρατίας αφού δίνει στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να εκφράσουν επί ίσοις όροις τις απόψεις τους για θέματα που τους αφορούν και να συνδιαμορφώσουν αποφάσεις. Αναγνωρίζοντας λοιπόν τις συνδικαλιστικές οργανώσεις και τους εκπροσώπους τους ως τους μόνους συνομιλητές του κοινωνικού διαλόγου, το ίδιο το κράτος το οποίο θεσμοθέτησε τη διαβούλευση, την απαξιώνει αφού, στην ουσία αποκλείει τους γνήσιους εκπροσώπους της Κοινωνίας Πολιτών κι αντ’ αυτών συνομιλεί με τους συνδικαλιστές ή μεμονωμένες οργανώσεις για θέματα που αφορούν τη κοινωνική αλληλεγγύη, την κοινωνική οικονομία, τη στήριξη των ευπαθών κοινωνικών ομάδων, την δια βίου μάθηση, τη βελτίωση των συνθηκών ζωής, την προστασία του περιβάλλοντος  και γενικά για θέματα που αφορούν την κοινωνία στο σύνολό της. Επομένως ως Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών είμαστε υποχρεωμένοι  να διεκδικήσουμε και να τιμήσουμε τον ρόλο ο οποίος είδη έχει θεσμικά προσδιοριστεί από την ΕΕ και να παράγουμε, με φθηνότερο κόστος, αγαθά κι υπηρεσίες φιλικά προς το πολίτη, μέσα από τη κοινωνική οικονομία. Αυτά που ανακαλύπτονται στην Ελλάδα μόλις τώρα και ακούγονται ως νεωτερισμοί, στις υπόλοιπες χώρες της αναπτυγμένης Ευρώπης λειτουργούν και αποδίδουν εδώ και είκοσι χρόνια τουλάχιστον. Στη Γαλλία για παράδειγμα, το 40% των υπηρεσιών υγείας παρέχονται από την κοινωνική οικονομία, μέσω χρηματοδοτήσεων του ΕΚΤ, και τις Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών μέσω συμπράξεων.

Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο (ΕΚΤ) το οποίο χρηματοδοτεί τις δομές κοινωνικής αλληλεγγύης μέσω των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών θεσπίστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση με στόχο την εφαρμογή στη πράξη της συνθήκης της Λισαβόνας και το όραμα να βοηθήσει στη καταπολέμηση της φτώχειας, τη στήριξη των κοινωνικά ευπαθών ομάδων, δηλαδή όλων αυτών των μη προνομιούχων που δεν έχουν πρόσβαση στην υγεία, την παιδεία ή τη κοινωνική πρόνοια. Αυτών που χρειάζονται κάθε είδους στήριξη, αυτών που δεν έχουν τίποτα ή σχεδόν τίποτα, είναι άνεργοι, άστεγοι, ΑΜΕΑ, μετανάστες, μειονότητες κλπ. και πρέπει να πάρουν το μερίδιο που τους ανήκει παγκόσμια, ηθικά και κοινωνικά. Καθίσταται λοιπόν  απολύτως σαφές ότι το ΕΚΤ δεν θεσπίστηκε για τους εργαζόμενους που έχουν ασφάλιση, σύνταξη και κοινωνικές παροχές και αγωνίζονται, μέσω των συνδικαλιστικών τους οργανώσεων, για κάτι καλύτερο. Κακώς και κυρίως καταχρηστικά οι συνδικαλιστικές οργανώσεις αντλούσαν μέχρι σήμερα πόρους  από το ΕΚΤ με τις πλάτες και την ανέχεια του κράτους.

Ευκαιριακές συμπράξεις, κοινοπραξίες, αναπτυξιακές εταιρείες και συνεταιρισμοί
Και για να επανέλθουμε στις συμπράξεις.
Δεν είναι η πρώτη που έρχεται στη χώρα μας το μοντέλο των συμπράξεων.  πριν πολλά χρόνια αλλά με εντελώς ευκαιριακό χαρακτήρα. Συμπράξεις γινόταν σχεδόν αποκλειστικά προκειμένου να παρθεί ένα πρόγραμμα και με τη λήξη του όλα τελείωναν. Μέχρι τώρα έτσι δόθηκαν τα χρήματα και δεν έχει πιάσει τίποτα τόπο. Διάφορα site και portal για παράδειγμα που έχουν κοστολογηθεί για 500.000€ δεν κάνουν 5.000€. Έχουν γίνει του κόσμου οι αρπαχτές, δήθεν για τη δικτύωση της κοινωνίας, δήθεν για την εκπαίδευση άνεργων γυναικών κλπ. Χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Στην αποθέωση της στρέβλωσης κάποιες ΔΕΚΟ με κάποιες δικές τους τάχα ΜΚΟ εκπαιδεύανε δήθεν γυναίκες. Δαπάνησαν 1,5 εκατομμύριο και στο τέλος δεν δημιούργησαν καμία θέση απασχόλησης. Αυτό είναι και το μεγάλο πρόβλημα σε σχέση με το δημόσιο. Κατακερματισμός, ευκαιριασμός, ασυνέχεια, άγνοια κι αδιαφορία. Τώρα για πρώτη φορά, με τον νέο νόμο, οι συμπράξεις προωθούνταν θεσμικά. Δηλαδή για να πάρει μια σύμπραξη ένα πρόγραμμα πρέπει να λειτουργεί στον χώρο και τον χρόνο, να έχει καταστατικό, να έχει δομή, να έχει γραφεία και δεν μπορεί να είναι μια ευκαιριακή υπόθεση. Είναι απαραίτητο να περάσουμε πλέον στη οργανωμένη και θεσμοθετημένη κοινωνική οικονομία.

Για εμάς αυτό αποτελεί μια δικαίωση και για την κοινωνία μια λύση, αφού οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών, μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες σαν κι αυτές που παρέχουν φορείς του δημοσίου ή ιδιωτικές επιχειρήσεις με πολύ χαμηλότερο κόστος, πολλές φορές με το 1/3. Μάλιστα στον τομέα των υπηρεσιών και της πληροφορίας ένα δίκτυο αυτοργανωμένο όπως είναι το ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ στοιχίζει 10 φορές λιγότερο από ότι ένα κέντρο επικοινωνίας του κράτους. Και παίρνουμε τελευταίο παράδειγμα το ΕΡΓΟ ΠΟΛΙΤΩΝ, τον κρατικό οργανισμό για τον εθελοντισμό, ο οποίος ιδρύθηκε σύμφωνα με τα Ευρωπαϊκά πρότυπα και με το οποίο συνειδητά συνεργαστήκαμε. Η λειτουργία του οργανισμού στοίχιζε αρχικά στο κράτος 1,5 εκατομμύριο € τον χρόνο ενώ τελευταία το κόστος λειτουργίας έπεσε στο 1 εκατομμύριο €. Αποστολή του ήταν να παρέχει δομές επικοινωνίας, πληροφόρησης και δικτύωσης μεταξύ των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, έργο το οποίο αυτή τη στιγμή εκτελεί το ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟ με κόστος 2-3 χιλιάδες ευρώ τον μήνα δηλαδή περίπου 300.000 € τον χρόνο και η δουλειά γίνεται πολύ πιο αποτελεσματικά. Εκεί δουλεύανε 30 άτομα. Αυτή είναι η κατάσταση με το κράτος. Αυτό συμβαίνει σε κάθε επίπεδο.

Ένα άλλο στοιχείο αφορά τις κρατικές ή οι δημοτικές αναπτυξιακές εταιρείες οι οποίες υπάρχουν σ' όλη τη χώρα κι έφτασαν να δαπανούν το 30% των κεφαλαίων που προορίζονται για την ανάπτυξη, ως δικά τους εσωτερικά έξοδα λειτουργίας! Είναι λοιπόν φανερό, ότι οι συμπράξεις μπορούν να λειτουργήσουν με ελάχιστο διοικητικό κόστος αφού για παράδειγμα το διοικητικό συμβούλιο είναι άμισθο. Και μόνον από αυτό καθίσταται ολοφάνερο ότι οι ίδιες ποιοτικές υπηρεσίες, αν όχι και καλύτερες, μπορούν να προσφερθούν σε πολύ χαμηλότερη τιμή. Η κοινωνική οικονομία και οι αναπτυξιακές συμπράξεις φέρνουν την επανάσταση στη διαχείριση των κοινωνικών πόρους , είτε πρόκειται για χρήματα της ΕΕ είτε για χρήματα του έλληνα φορολογούμενου. Όταν τους πόρους αυτούς τους δαπανά το ίδιο το κράτος έχουν πολύ μικρότερη απόδοση από ότι να τους δαπανούν οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών η οποία αφ' ενός λειτουργεί δωρεάν σε επίπεδο μάνατζμεντ, επικοινωνίας, διάχυσης πληροφορίας και αφ' ετέρου χρησιμοποιεί το κοινωνικό κεφάλαιο και τον εθελοντισμό σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών . Επομένως υπάρχουν άπειρα επιχειρήματα και για να πείσει κανείς και ταυτόχρονα να δείξει προς τα έξω ότι μια σύμπραξη είναι ένα βιώσιμο σύστημα.


Η σύμπραξη συνθέτει κοινωνικό κεφάλαιο, από τους εθελοντές, από τους επωφελούμενους, από τις χορηγίες των επιχειρήσεων και των ιδιωτών κλπ. Μια οργανωμένη σύμπραξη η οποία μπορεί να καλύπτει τα βασικά της έξοδα, μπορεί να ενεργοποιήσει ανενεργούς πόρους, για παράδειγμα να χρησιμοποιήσει ανενεργά κτίρια του δημοσίου ή των δήμων, να απαλλάξει τη τοπική αυτοδιοίκηση από ένα κόστος που έχει για κοινωνικές υπηρεσίες όπως να πληρώνει δημοσίους υπαλλήλους οι οποίοι δεν είναι πάντα αποτελεσματικοί. Για παράδειγμα, έχει αποδειχτεί στη πράξη ότι όσον αφορά το πρόγραμμα «βοήθεια στο σπίτι» μια οργάνωση μπορεί να προσφέρει το ίδιο επίπεδο υπηρεσιών με έναν δήμο αλλά στο μισό λειτουργικό κόστος. Σε μια κοινωνική σύμπραξη δεν μπορεί να συμβαίνουν ανορθολογισμοί διότι δεν έχει μονίμους δημοσίους υπαλλήλους που πληρώνονται βρέξει χιονίσει. Έχει ένα πρόγραμμα με ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα και ένα συγκεκριμένο προϋπολογισμό και δεν έχει την πολυτέλεια να ξεφύγει από αυτό ούτε στο ελάχιστο. Αντίθετα πολλές δημοτικές αναπτυξιακές εταιρείες έχουν μόνιμο προσωπικό και επί σειρά ετών δεν έχουν πραγματοποιήσει ούτε ένα πρόγραμμα όπως για παράδειγμα τοπικές αναπτυξιακές Δήμων που πληρώνονται κανονικά και επί 4 χρόνια δεν έχουν υλοποιήσει ούτε ένα πρόγραμμα! Δεν μπορεί να συμβεί αυτό σε μια ΜΚΟ ή σε μια αναπτυξιακή σύμπραξη. Είναι τεράστια η διαφορά. Δηλαδή αν στους δήμους αντί για αναπτυξιακές εταιρείες δραστηριοποιούνταν συμπράξεις Οργανώσεων της Κοινωνία Πολιτών θα γινόταν σημαντικότατη οικονομία πόρων για ίδιο και υψηλότερο επίπεδο υπηρεσιών. Αυτή είναι μια εξοικονόμηση τελικά υπέρ του πολίτη αλλά και υπέρ του ίδιου του δημόσιου υπάλληλου πολίτη. Γιατί αν οι υπηρεσίες που παρέχονται είναι ακριβές το κόστος το υφίστανται όλοι οι Έλληνες ανεξαιρέτως. Άρα οι κοινωνικές αναπτυξιακές συμπράξεις έρχονται να καλύψουν μια ανάγκη προσαρμογής της Ελληνικής οικονομίας, να δημιουργήσουν περισσότερες θέσεις εργασίας, γιατί όταν η πίττα διανέμεται δίκαια παίρνουν περισσότεροι. Με τον τρόπο αυτό μένουν περισσότεροι πόροι για να επενδυθούν κάπου αλλού, διότι όταν υπάρχει εξοικονόμηση υπάρχει πάντα η δυνατότητα να αναπτυχθούν νέοι τομείς και νέες πρωτοβουλίες προς όφελος του πολίτη. Εν κατακλείδι: όταν γίνεται μια εξοικονόμηση σοβαρού μεγέθους, μπορούν τελικά να εργαστούν περισσότεροι είτε στον ιδιωτικό τομέα είτε στον κοινωνικό τομέα αφού μόνον όταν κάποιος δουλεύει ή όταν προσφέρει θα αμοίβεται, ενώ στο δημόσιο παίρνει και χωρίς να προσφέρει στερώντας από άλλους.

Αυτά είναι τα συγκριτικά πλεονεκτήματα των αναπτυξιακών συμπράξεων των Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών κι ευτυχώς, κατ' ανάγκη κι υπό πίεση, η Ελληνική πολιτεία πέρασε τελευταία στιγμή το άρθρο 18 στον νόμο 4019/2011 και θεσμοθέτησε κάτι που έπρεπε να υπάρχει εδώ και 22 ολόκληρα χρόνια! την κοινωνική οικονομία και τις αναπτυξιακές συμπράξεις.

Εφ' όσον κατανοήσουμε όλα αυτά τα πράγματα γίνεται πλέον σαφές ότι υπάρχει δυνατότητα βιωσιμότητα ώστε να δημιουργηθούν και να επιβιώσουν όλες οι συμπράξεις. Μάλιστα έχει πλέον ωριμάσει η σκέψη ώστε στελέχη κι εθελοντές του ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ να αναλάβουν συγκεκριμένους τομείς δράσεις όπως: περιβάλλον, υγεία, παιδεία πολιτισμός κλπ και να ασκήσουν έλεγχο αλλά και πίεση στα αρμόδια υπουργεία για θέματα όπως: γιατί δεν προχωρούν ορισμένα προγράμματα, γιατί δεν γίνεται διαβούλευση, πως κατανέμονται οι πόροι του ΕΚΤ, γιατί δε βγαίνουν νέες προκηρύξεις για νέα προγράμματα, γιατί δεν υπάρχουν προκηρύξεις «διαχειριστικής επάρκειας» από ορισμένα υπουργεία, γιατί δεν είναι ανοικτά τα μητρώα, γιατί δεν προχωρά το γενικό μητρώο. Ο ρόλος του ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ πρέπει πλέον να είναι και παρεμβατικός για αυτό άλλωστε κι αρκετά στελέχη έχουν ήδη αναλάβει τον ρόλο. Βέβαια, όπως πάντα, είμαστε ανοικτοί σε νέα άτομα, νέο αίμα, νέα πρωτοβουλίες και με χαρά δεχόμαστε στους κόλπους όσους και όσες επιθυμούν να συστρατευτούν μαζί μας.

Και ανακεφαλαιώνουμε.
Τι διεκδικούμε μέσα από τις συμπράξεις.
Διεκδικούμε συμμετοχή στα ΤΟΠΣΑ (Τοπικά Ολοκληρωμένα Προγράμματα Στήριξης απασχόλησης), να υλοποιήσουμε προγράμματα δια βίου μάθησης ένα τομέας που είναι τελείως ανοργάνωτος και εξαιρετικά πελατειακός, διεκδικούμε μεγαλύτερα προγράμματα στο μέλλον και προγράμματα από κοινού με την τοπική αυτοδιοίκηση, όπως για παράδειγμα το πολύ σημαντικό πρόγραμμα «Πράσινη Ζωή» στη πόλη, το οποίο θα ξανανοίξει σύντομα και προγράμματα οικοανάπτυξης στην ύπαιθρο.

Πως οργανωνόμαστε
Οργανώνουμε τις συμπράξεις μας ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τη δομή του Καλλικράτη με 7- 8 εταιρείες μέλη σε κάθε σύμπραξη, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι όλα τα μέλη υποχρεωμένα αναλάβουν τομέα δράσεις σε κάποιο πρόγραμμα αν δεν το επιθυμούν ή αν το πρόγραμμα δεν συνάδει με τα δικά της ενδιαφέροντα , σκοπούς και εξειδίκευση. Για παράδειγμα δεν είναι υποχρεωτικό μια εταιρεία που ασχολείται με το περιβάλλον να λάβει μέρος σε ένα πρόγραμμα που ανέλαβε η σύμπραξη στην οποία ανήκει και αφορά για παράδειγμα την ψυχική υγεία. Έχει δικαίωμα και από τη λογική και από τον νόμο να μην εμπλακεί. Τα μέλη της σύμπραξης έχουν την ηθική υποχρέωση να βοηθούν και να συνδράμουν προκειμένου να πάει καλά η σύμπραξη αλλά δεν είναι υποχρεωτικό να κάνουν οπωσδήποτε δουλειά σε τομέα που δεν τα αφορά. Επιπλέον κάθε οργάνωση μπορεί να είναι μέλος όπου θέλει και σε όσες συμπράξεις θέλει αν το κρίνει απαραίτητο. Δεν απαγορεύεται νομικά.

Μέσα στα απώτερα σχέδια του ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΡΙΟΥ αφού ολοκληρωθούν οι τοπικές συμπράξεις, είναι να δημιουργηθούν και εξειδικευμένες θεματικές συμπράξεις, για παράδειγμα για το περιβάλλον, την υγεία κλπ. Ουσιαστικά οι δήμοι θα συνεργάζονται με τις συμπράξεις που είναι στη περιοχή τους, αλλά και τις θεματικές συμπράξεις για εξειδικευμένα θέματα.

Νομικά ΜΚΟ και «αναπτυξιακές συμπράξεις» διέπονται από τις ίδιες διατάξεις του αστικού κώδικα, θεσμικά όμως η αντιμετώπισή τους από την πολιτεία και τοπική αυτοδιοίκηση είναι διαφορετική. Διότι οι συμπράξεις έχουν πρωτίστως τοπικό ή θεματικό χαρακτήρα. Ο κάθε δήμος είναι παράλογο πολιτικά να συνεργαστεί με μια σύμπραξη άλλης περιφέρειας όταν έχει σύμπραξη μέσα στα όρια του στην οποία μάλιστα συμμετέχει κι αυτός σαν εταίρος. Ο νόμος δεν το αποκλείει, αλλά πλέον γίνονται προφανείς οι διάφοροι σκοτεινοί στόχοι. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα τα προγράμματα ζητούν η σύμπραξη να έχει έδρα στον τόπο υλοποίησης.

Όσον αφορά τον τρόπο διοίκησης και τον τρόπο εκπροσώπησης. Δεν υπάρχουν εκλογές και συμφωνείται εκ των προτέρων ποιος θα είναι διαχειριστής εταίρος, δηλαδή ποιος θα έχει την ευθύνη για όλο το λειτουργικό και το λογιστικό κομμάτι. Υπάρχει Διοικητικό συμβούλιο, πρόεδρος του ΔΣ και μέλη που εκπροσωπούν τις εταιρείες και διορίζονται από αυτές. Η διοίκηση αλλάζει με τα τρία τέταρτα της πλειοψηφίας των μελών και έχει ακολουθηθεί η λογική που ισχύει στις κοινοπραξίες των εταιρειών που αναλαμβάνουν δημόσια έργα κλπ. Πρόκειται δηλαδή για ένα σχήμα δοκιμασμένο στη πράξη και συνήθης πρακτική όταν μιλάμε για προγράμματα μεγάλου μεγέθους.

Βέβαια σε επόμενη φάση επειδή οι συμπράξεις θα διαχειριστούν πόρους πρέπει να φροντίσουν να αποκτήσουν και την απαιτούμενη διαχειριστική επάρκεια. Δεν είναι υποχρεωτικό να έχουν διαχειριστική επάρκεια όλα τα μέλη. Βέβαια αν κάποια οργάνωση, μέλος της Σύμπραξης, θέλει να είναι αυτοδύναμη κι αυτάρκης προκειμένου να αναλάβει ανεξάρτητα και μεμονωμένα κάποιο πρόγραμμα θα πρέπει να έχει και τη διαχειριστική της επάρκεια. Βέβαια σε ορισμένες περιπτώσεις η σύμπραξη με τη δική της διαχειριστική επάρκεια, μπορεί να καλύψει κάποιο μεμονωμένο μέλος και να του «δανείσει» τη διαχειριστική επάρκεια προκειμένου να αναλάβει ανεξάρτητα κάποιο μικρό έργο. Βέβαια αυτό το μόρφωμα δεν το δέχονται όλα τα υπουργεία και υπάρχει σχετική ασάφεια. Είναι θέμα ερμηνείας ή και πολιτικής ακόμα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις γίνεται κι έχει γίνει κατ' επανάληψη στο παρελθόν. Γενικά, χωρίς να είναι υποχρεωτικό, οι οργανώσεις καλόν είναι να έχουν επάρκεια τύπου Γ' (για την ανάληψη μικρών άυλων έργων με ίδια μέσα περίπου μέχρι 100.00) ενώ οι συμπράξεις θα πρέπει να έχουν επάρκεια τουλάχιστον τύπου Β' (για την ανάληψη χρηματοδοτούμενων άυλων έργων ανεξαρτήτου μεγέθους), ενώ σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστεί και διαχειριστική επάρκεια τύπου Α' αν το έργο που θα αναληφθεί απαιτεί και την ολοκλήρωση κάποιων τεχνικών έργων (υλικών έργων) όπως για παράδειγμα τη διαμόρφωση κάποιας πλατείας, κτιρίων για τη στέγαση κοινωνικών ιατρείων κλπ. Σε κάθε περίπτωση η διαχειριστική επάρκεια είναι ένα εργαλείο . Και στην ουσία είτε επειδή οι οργανώσεις δεν αντιλαμβάνονται έγκαιρα αυτή τη σημαντική τεχνική λεπτομέρεια είτε επειδή δεν είναι διατεθειμένες να δαπανήσουν το χρηματικό ποσό που απαιτείται ως αμοιβή σε ένα εξειδικευμένο μελετητικό γραφείο προκειμένου να την αποκτήσουν, το 90% των οργανώσεων δεν έχει διαχειριστική επάρκεια με αποτέλεσμα να αποκλείονται από τα προγράμματα. Από πλευράς κράτους είχαν κάποτε πει ότι θα η διαχειριστική επάρκεια θα καταργηθεί, πράγμα που ενέτεινε το αλαλούμ, αλλά τελικά αυτό που έγινε ήταν να απλουστευτούν κάπως οι διαδικασίες απόκτησης. Αν όμως θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, αν μια Οργάνωση δεν έχει διαχειριστική επάρκεια θέτει εαυτόν εκτός «παιχνιδιού».

Όσον αφορά την ανάληψη προγραμμάτων αυτό που ισχύει γενικά είναι ότι προκειμένου να πάρει μια Οργάνωση κάποιο πρόγραμμα πρέπει να είναι σε λειτουργία δυο χρόνια. Το ίδιο ισχύει και για τις συμπράξεις. Όμως οι συμπράξεις που δημιουργούνται τώρα, με βάση τον νέο νόμο, θα μπορούν να παίρνουν προγράμματα του υπουργείου εργασίας και του υπουργείου παιδείας που χρηματοδοτούνται από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο, ανεξαρτήτως παλαιότητας ενώ, προς το παρόν, οι παλαιότερες συμπράξεις έχουν ένα πλεονέκτημα παραπάνω και μπορούν να μπουν σε προγράμματα άλλων υπουργείων που απαιτούν παλαιότητα δυο ετών.

Στόχος μας είναι να συμμετέχουν στις αναπτυξιακές συμπράξεις και οι κοινωφελείς επιχειρήσεις των δήμων. Έτσι αντί κάθε μεμονωμένη οργάνωση να αναζητά δήμους - εταίρους για την ανάληψη κι εκτέλεση προγραμμάτων, όπως έγινε με το πρόγραμμα για τη κοινωφελή εργασία και να αντιμετωπίζει τον σκεπτικισμό και τη διαπλοκή, θα μπορεί να κινείται συντεταγμένα μέσω των συμπράξεων. Αυτό σημαίνει ότι προκειμένου να γίνουν τέτοιου είδους συνεργασίες κάποιος θα πρέπει να πάρει τη πρωτοβουλία και να πραγματοποιήσει τις σχετικές επαφές με τους δήμους. Εμείς, σαν Οργανώσεις της Κοινωνία Πολιτών, θα πρέπει να κινηθούμε γρήγορα, αποτελεσματικά και συντονισμένα ώστε να μην υπάρχει το γνωστό καπέλωμα από τους συνδικαλιστές, όπως έχουν επιχειρήσει και στο παρελθόν. Βέβαια οι συνδικαλιστές δεν έχουν κινηθεί ακόμα προκειμένου να κάνουν δικές τους συμπράξεις κι αυτό επειδή έχουν δική τους κρατικίστικη, κλαδική λογική. Θα πρέπει όμως να είμαστε έτοιμοι ώστε, αν το κάνουν, να συνεργαστούμε μαζί τους επί ίσοις όροις.

Οι «συμπράξεις» σαν λογική και σαν σχήμα δίνουν απεριόριστες δυνατότητες και διευκολύνουν στη λύση προβλημάτων, αρκεί να υπάρχει ευρύτητα πνεύματος και διάθεση συνεργασίας. Κανείς δεν αποκλείει, για παράδειγμα, τη δημιουργία μιας μια τοπικής ολοκληρωμένης σύμπραξης με τη συμμετοχή Οργανώσεων της Κοινωνίας Πολιτών, Συνδικαλιστικών Οργανώσεων και αναπτυξιακών εταιρειών της τοπικής αυτοδιοίκησης. Όμως βασικός μας στόχος θα πρέπει να είναι να οργανώσουμε τον δικό μας χώρο ώστε να αναλάβουμε εμείς πρωτοβουλίες να κινήσουμε τα πράγματα εκεί που υπάρχουν αδυναμίες, ώστε να μη βρεθούμε ξανά ουραγοί κι έξω από το παιχνίδι. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, ότι μέχρι τώρα ήμασταν ο πιο αδύναμος και ο πιο παραμελημένος κρίκος στο παιχνίδι της εξουσίας. Και δεν θα πρέπει να επιτρέπουμε να παραβλέπεται το γεγονός ότι είμαστε και οι πιο ειδικοί για θέματα κοινωνίας και κοινωνικής οικονομίας. Για παράδειγμα δεν μπορούμε και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να γίνει ξανά αυτό να γινόταν μέχρι τώρα, να κάνει για παράδειγμα το ΙΝΕ ΓΕΣΕΕ προγράμματα για ΑΜΕΑ αντί να τα κάνουν οι Οργανώσεις της Κοινωνίας Πολιτών που απασχολούν ειδικό προσωπικό κι έχουν εξειδίκευση στον τομέα αυτό, πάνω από 20 χρόνια. Αυτό είναι σχεδόν σκανδαλώδες. Με ποια λογική ένας φορέας του οποίο ο ρόλος είναι διεκδικητικός, κι οικονομικίστικος να αναλαμβάνει την εκτέλεση έργου που δεν έχει καμιά σχέση με το πεδίο δράσης του. Ποιος αμφισβητεί ότι αυτοί που γνωρίζουν καλύτερα το περιβάλλον είναι άλλοι από τις περιβαλλοντολογικές οργανώσεις; Για τον πολιτισμό είναι κάποιος αρμοδιότερος για να κάνει πολιτιστικά προγράμματα από τις πολιτιστικές οργανώσεις που έχουν μια ιστορία ή είναι ιδρύματα εδώ και 100 χρόνια; Κι όμως αυτό συνέβαινε πάντα. Κάποιοι ισχυροί παράγοντες στήνανε μια εφήμερη μηχανή απορρόφησης κονδυλίων και έπαιρναν τα προγράμματα. Αυτό πάμε να προλάβουμε και γι αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία για να αλλάξουμε τα πράγματα στη βάση τους και αυθεντικοί θεσμοί της Κοινωνίας των Πολιτών να συμμετέχουν σε προγράμματα Κοινωφελή.
Έχει έρθει πλέον ο καιρός να ενηλικιωθούμε σαν Οργανωμένη Κοινωνία Πολιτών, να μην αρκούμαστε στο «χαρτζιλίκι» του πελατειακού πολιτικού συστήματος και να οργανώσουμε με υπευθυνότητα, διαφάνεια και προοπτική την πορεία μας στο μέλλον. Εργαζόμαστε, προσφέρουμε και συγκεντρώνουμε εμπειρία από όλη τη χώρα. Ανταλλάσουμε ιδέες και καλές πρακτικές διευκολύνοντας συλλογικές οργανώσεις που διαθέτουν κοινωνικό κεφάλαιο αλλά χρειάζονται και τεχνογνωσία. Αντιμετωπίζουμε την αδιαφάνεια μέσα στην οποία δρούσε όλο το σύστημα μέχρι τώρα και βόλευε μόνον όσους κερδοσκοπούσαν απο τους πόρους που ανήκουν στην κοινωνία πολιτών. Είναι στο χέρι μας να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία που μας παρουσιάζεται και να την αξιοποιήσουμε στο έπακρο προς όφελος της κοινωνίας των πολιτών και του κοινωνικού σκοπού που έχουμε επιλέξει να υπηρετούμε, συντονισμένα, θεσμικά και με απόλυτη διαφάνεια.


Συμπράξεις Ιδιωτικού Τομέα με ΜΚΟ
Η καινοτομία των Συμπράξεων βρίσκεται στο ότι εμπλουτίζουν τα εργαλεία διεκπεραίωσης του κοινωφελούς έργου προσφέροντας ευελιξία και πόρους στις ΜΚΟ αποδεσμεύοντας εν μέρει τις τελευταίες από την αποκλειστική εξάρτηση από κρατικά ή διακυβερνητικά κονδύλια για την προώθηση μεγάλων κοινωνικών προγραμμάτων. Έχει αποδειχθεί ότι η απευθείας χρηματοδότηση από τους πολίτες προς τις ΜΚΟ μπορεί να καλύψει μέρος μόνο του κόστους ανθρωπιστικών ή κοινωνικών προγραμμάτων και αυτό μόνον σε εξαιρετικές περιπτώσεις ( Τσουνάμι ΝΑ Ασία).
πράσινη επιχειρηματικότητα.

Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα απόχρωση αυτών των Συμπράξεων με θετικές επιπτώσεις στην απασχόληση αλλά και την μετεξέλιξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών προς το μοντέλο των σύγχρονων κοινωνιών της Γνώσης αποτελεί η προώθηση της πράσινης επιχειρηματικότητας (νέες επιχειρήσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αγροτουρισμός κα) διαμέσου ειδικών χρηματοδοτικών εργαλείων (venture capital) και στα πλαίσια της ΕΚΕ επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικούς τομείς. Επίσης η στήριξη της κοινωνικής επιχειρηματικότητας (βλέπε Πλαίσιο «Κοινωνική Οικονομία») από κοινού με δημόσιους φορείς και ΜΚΟ.

Η ΕΚΕ βρίσκεται σήμερα στην Ελλάδα σε ένα σταυροδρόμι. Δεν είναι τυχαίο ότι τα αποτελέσματα δύο πρόσφατων ερευνών καταδεικνύουν την έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού προς τον ιδιωτικό τομέα. Έρευνα της Tradelink δίνει ποσοστό μόλις 4% σ'αυτούς που εμπιστεύονται την πληροφόρηση που προέρχεται από τις εταιρίες εν αντιθέσει με το 44% αυτών που εμπιστεύονται τις ΜΚΟ. Εξάλλου, σε έρευνα της MEDA της ίδιας περιόδου έξι στους δέκα πολίτες δηλώνουν ότι δεν γνωρίζουν το κοινωνικό έργο των επιχειρήσεων. Ο ρόλος του τύπου αλλά και των ΜΚΟ μπορεί να είναι καθοριστικός στην δημιουργική προώθηση της ΕΚΕ μέσα από μια έντιμη και ειλικρινή συνεργασία με τους επιχειρηματικούς συλλογικούς φορείς που ενδιαφέρονται για την αξιόπιστη εφαρμογή της.


Ένα από τα βασικά ζητήματα  που διαρκώς επανέρχονται στο προσκήνιο είναι  το κρίσιμο ζήτημα της κοινωνικής υπευθυνότητας των επιχειρήσεων και η σημασία της για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αντιμετώπιση κοινωνικών και περιβαλλοντικών προβλημάτων.

Η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη παρά την ποιότητα των επί μέρους αποτελεσμάτων που υπάρχουν, αφορά ένα μικρό αριθμό απ΄μεγάλες επιχειρήσεις. Σε αυτό το επίπεδο στην πραγματικότητα  αντιπροσωπεύονται το 10% του συνόλου , ενώ στην ουσία απουσιάζουν από το εγχείρημα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και αυτό αποτελεί μια πρόκληση για το μέλλον του θεσμού.

Άλλα ζητήματα που ετέθησαν ήσαν: Πως η ΕΚΕ θα γίνει ελκυστική ως  διαδικασία στην ευρύτερη κλίμακα των επιχειρήσεων, πόσο η όλη διαδικασία που ακολουθείται με την Κοινωνική Εταιρική Ευθύνη γίνεται για επικοινωνιακούς λόγους και κατά πόσο, ανταποκρίνεται σε ουσιαστικές ανάγκες της κοινωνίας και  του περιβάλλοντος.
Έπειτα κατά πόσο η ΕΚΕ ανταποκρίνεται στις ανάγκες των καταναλωτών αναφορικά με το εξωτερικό περιβάλλον των επιχειρήσεων και δεν είναι μια διαδικασία που αφορά μόνον για τις εσωτερικές ανάγκες των επιχειρήσεων τους εργαζομένους σε αυτές.

Η απάντηση κατά αρχήν σε όλα αυτά τα ερωτήματα είναι ότι οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές με τους στόχους . Οι επιχειρήσεις δεν μπαίνουν σε αυτή την διαδικασία χωρίς στόχους.
 Οι επιχειρήσεις μπαίνουν στην διαδικασία της Κοινωνικής Εταιρικής Ευθύνης με πρώτο κίνητρο την καλή φήμη και την ανταποδοτικότητα εκ μέρους των καταναλωτών να  προτιμούν τα προϊόντα τους για την κοινωνική η περιβαλλοντική τους ευαισθησία. Το ίδιο συμβαίνει με κάθε είδους χορηγία που βασίζεται στην ανταποδοτικότητα. Υπάρχει βέβαια και το κίνητρο της υστεροφημίας που μπορεί να έχει ο ηγέτης μιας επιχείρησης αλλά σε κάθε περίπτωση ξεκινάμε από την ανταποδοτικότητα και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά στο χώρο της αγοράς.

Η σημασία όμως της ΕΚΕ δεν μειώνεται για αυτό το λόγο, αντιθέτως με μια σύγχρονη ρεαλιστική προσέγγιση αυτή η σχέση μπορεί να ορθολογικοποιήσει την αγορά προς μια υγιή  κατεύθυνση, όταν μάλιστα το διακύβευα είναι η κλιματική αλλαγή, το βιώσιμο αστικό περιβάλλον  ο κοινωνικός αποκλεισμός και η φτώχεια που δημιουργεί δομικά προβλήματα στο σύστημα.

Αλλά αυτό απαιτεί εκτός από την διαφάνεια και το κοινωνικό απολογισμό και μια ολιστική προσέγγιση της κοινωνικής υπευθυνότητας. Όχι μόνον την αποσπασματική ποιότητα αποτελεσμάτων σε κάποιες επιχειρήσεις αλλά την συνολική ποιότητα της Κοινωνικής Εταιρικής Ευθύνης σε σχέση με το σύνολο των επιχειρήσεων την πόλη και το περιβάλλον της.

Σε σχέση λοιπόν με το ζήτημα της συνολικής ποιότητας της ΕΚΕ στον κοινωνικό απολογισμό των επιχειρήσεων δεν έχει τεθεί ακόμη ένα τέτοιο ερώτημα και φυσικά δεν έχει απαντηθεί.

Αυτό όμως θα προσέδιδε μια περαιτέρω αξία στο ρόλο της ΕΚΕ στην Ελληνική πραγματικότητα όπως και η σύνδεση της ΕΚΕ με την κοινωνική οικονομία για σημαντικά και διαρκή αποτελέσματα υπέρ της κοινωνικής υπευθυνότητας.
Η κοινωνική οικονομία και επιχειρηματικότητα για παράδειγμα είναι ο πολλαπλασιαστής της κοινωνικής υπευθυνότητας, απέναντι στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό και την υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Είναι ο πολλαπλασιαστής, γιατί λειτουργεί ως ταμιευτήρας της αλληλεγγύης και των πόρων που προέρχονται από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, για να γίνουν επενδύσεις σε τομείς που είναι κοινωνικά αναγκαίοι, αλλά δεν προσφέρουν ισχυρό κίνητρο κέρδους για να προσελκύσουν ιδιωτικές επενδύσεις. Έτσι η κοινωνική οικονομία και επιχειρηματικότητα αντλώντας κεφάλαιο από δωρεές και χορηγίες, αλλά και συμμετοχές στη συγκρότηση κεφαλαίου χωρίς την επιδίωξη κέρδους. Με αυτό τον τρόπο δημιουργούνται διαρκή αποτελέσματα αλληλέγγυας οικονομίας δίχως την εφάπαξ ανάλωση των πόρων όπως συμβαίνει σε αντίθετη περίπτωση.

Βέβαια το κλειδί πάντα είναι με ποια κριτήρια  διατίθενται οι πόροι, με ποιες σχέσεις διατίθενται οι χρηματοδοτήσεις μέσω  των κοινωνικών επιχειρήσεων και Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων που παράγουν κοινωνικό, ανθρωπιστικό και περιβαλλοντικό έργο. Ποια είναι τα όρια της εξάρτησης και ανεξαρτησίας από συμφέροντα που έρχονται σε αντίθεση με τους παραπάνω σκοπούς.
Εδώ υπάρχει ένας άλλος  προβληματισμός. Ορισμένες ΜΚΟ όπως Greenpeace, δεν συνεργάζονται και δεν λαμβάνουν με επιχειρήσεις για να προασπίσουν την ανεξαρτησία τους λαμβάνουν συνδρομές μόνον από πολίτες όπως ισχυρίζονται.
Αλλά αυτός δεν μπορεί να είναι ο κανόνας για όλες τις μκο οι οποίες δεν έχουν και δεν διαθέτουν ευρύ φάσμα συνδρομητών. Οι οργανώσεις χρειάζονται πόρους και από τον ιδιωτικό τομέα για την αποστολή τους και τα λειτουργικά τους  και οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους κοινωνικούς εταίρους εξειδικευμένους για να  εξασφαλίζουν συναίνεση για να “τρέξουν” κοινωνικά και περιβαλλοντικά προγράμματα, σε ότι αφορά την εσωτερικότητα και την εξωτερικότητα της Κοινωνικής Εταιρικής Ευθύνης. Επομένως η χρηματοδότηση μέσω της ΕΚΕ είναι ζωτικής σημασίας για πολλές ΜΚΟ.

Το πλεονέκτημα της πηγής  των διαθέσιμων πόρων σε σχέση με το κράτος, είναι η αμεσότητα με την οποία  μπορεί να κινηθεί ο ιδιωτικός τομέα, όσο και οικειοθελής χαρακτήρας των αποφάσεων των επιχειρήσεων να συμβάλλουν σε ένα κοινωφελές πρόγραμμα ανάλογα κίνητρα. Μια σχέση που  μπορεί να πολλαπλασιάσει τους πόρους της κοινωνικής υπευθυνότητας στο μέλλον χωρίς την διαμεσολάβηση του κράτους.
Αντίθετα στη σχέση με το κράτος θα πρέπει να σκεφτούμε  την γραφειοκρατία που υπάρχει και το μεγάλο κόστος της διαμεσολάβησης όταν πόροι αντλούνται διάμεσο της φορολογίας για να περάσουν κατόπιν στους κοινωνικούς φορείς χρειάζεται μια δαιδαλώδης διαδικασία.. Υπολογίζεται ότι ενα 35% περίπου χάνονται μέσα από αυτή την διαμεσολάβηση. Αυτός και μόνον είναι ένας λόγος παραπάνω για να αντιμετωπίσουμε τον ρόλο της ΕΚΕ περισσότερο θεσμικά και συντεταγμένα μέσα από την οριζόντια συνεργασία της πολιτείας, των επιχειρήσεων και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων προς όφελος της ανάπτυξης της κοινωνικής υπευθυνότητας  και της βιώσιμου περιβάλλοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου